ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Αυτή η δουλειά ξεκίνησε σαν ιδέα το 1982. Άρχισε να υλοποιείται σταδιακά και συνέχισε να εμπλουτίζεται για τα επόμενα δεκαεπτά χρόνια, με μεγάλα όμως και αναγκαστικά ενδιάμεσα διαλείμματα.
Δύο είναι οι «φιλόδοξοι» στόχοι αυτής της προσπάθειας. Αρχικά, να γίνουν ευρύτερα γνωστά στο κοινό τα υπέροχα Ευρυτανικά γεφύρια, πράγμα που θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί με άλλον τρόπο, εξαιτίας της επιβεβλημένης αχρησίας τους. Δεύτερον, η προσωπική ανάγκη να γνωρίσω και τη μικρότερη γωνιά της ιδιαίτερης πατρίδας μου, με τις μεγάλες και μικρές εκπλήξεις που αυτή μπορεί να κρύβει .
Τονίζεται ότι η προσπάθεια είναι ερασιτεχνική και δεν έγινε από ειδικό επιστήμονα.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από πολλές πηγές και προσφέρονται όλες χωρίς καμία αλλοίωση. Η δική μου επέμβαση αποσκοπούσε μόνο να ταξινομηθούν σωστά.
Ελπίζω ο αναγνώστης να ικανοποιηθεί.
Νίκος Κ. Αντωνόπουλος .
3.Κώστα Σ. Λάζου, «Το Στένωμα της Ευρυτανίας», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2001 ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗ 1. Εφημερίδα Παναιτωλική 15 Νοεμβρίου 1957 Περίοδος Ε' Αρ. Φύλλου 4 ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ 1. http://e-trovato.blogspot.com 2. http://www.paparousi.gr 3. http://www.evrytania.eu/ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Νο 4. Από http://www.evrytan.gr 9. Από http://www.palaiobibliopolio.gr 10. Από http://www.karditsa-net.gr 16. Από http://www.tsamantas.com 17. Από http://www.aspropotamos.org 18. Από http://www.meganisitimes.gr 19. Από http://myoxya.gr 23. Από http://10gym-patras.ach.sch.gr 25. Από http://kastanianikonitsis.blogspot.com/ 26. Από http://valiacaldadog.blogspot.com 73. Από http://aetostz.blogspot.com 79. Από http://www.evrytania.eu/ 83. Από http://el.trekearth.com 84. Από http://www.travelsecrets.gr 87. Από http://www.evrytan.gr 101. Από http://www.nikosklitsikas.gr
- Η πρώτη επαφή με την Ευρυτανία
- Τα αρχαιολογικά της ενδιαφέροντα
- Η εποχή της ευημερίας
- Η αρχιτεκτονική
- Το τότε και το σήμερα
- Τα γεφύρια σαν υλικό έρευνας
- Η έρευνα. Δημιουργία – Περιεχόμενο
- Τα προβλήματα
-
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
- Ειδική Παρουσίαση του νομού
- Η ανάγκη επικοινωνίας
- Τα ξυλογέφυρα & τα καρέλια. Τα καρέλια
- Το πέτρινο γεφύρι
- Η αναζήτηση των πόρων
- Οι πρώτες επαφές
- Τα μπουλούκια. Η μαρτυρία ενός μάστορα
- Η επιλογή του χώρου και η συμφωνία
- Η θεμελίωση
- Οι προετοιμασίες
- Τα ξύλινα στηρίγματα
- Το σχήμα
Α. Το τόξο
Β. Το κλειδί
Γ. Το γέμισμα
Δ. Τα πεζούλια και οι ακράδες
Ε. Τα στολίδια
- Το όνομα
- Ο περιβάλλων χώρος
Α. Τα χάνια
Β. Οι νερόμυλοι
Γ. Οι νεροτριβές και τα μαντάνια
Οι νεροτριβές
Τα μαντάνια
Δ. Τα υδροπρίονα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ:
- Χάρτης της Ευρυτανίας με τα γεφύρια
- Αναλυτική παρουσίαση κοιλάδων & γεφυριών
- Η κοιλάδα των ποταμών Καρπενησιώτη - Κρικελλοπόταμου - Τρικεριώτη
- Η κοιλάδα του ποταμού Μέγδοβα
- Η κοιλάδα του ποταμού Αγραφιώτη
- Η κοιλάδα του ποταμού Αχελώου
Αν κάποιος ξένος θελήσει να περιγράψει την Ευρυτανία, σε δύο τομείς είναι πιθανόν να εστιάσει την προσοχή του. Στις φυσικές ομορφιές της, καθώς και στα τεράστια προβλήματά της. Αυτό είναι λογικό άλλωστε, διότι μέχρι σήμερα τουλάχιστον, δεν έχουν γίνει γνωστοί στο ευρύτερο κοινό άλλοι λόγοι που να «αξίζει» να ασχοληθείς μαζί της. Όταν όμως ζήσει κανείς εδώ ή αρχίσει να επισκέπτεται τακτικά την περιοχή, διαπιστώνει ότι υπάρχουν και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία, ικανά να προσελκύσουν την αγαθή περιέργεια και το επίμονο βλέμμα. Αν δεν γνωρίσει, για παράδειγμα, τους ανθρώπους, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αυτοί έχουν από περιοχή σε περιοχή, αν δεν ακούσει την ιδιόμορφη διάλεκτό τους, αν δεν ενδιαφερθεί για το πώς ζουν και για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, τότε η γνωριμία με τον χώρο της Ευρυτανίας δεν μπορεί παρά να είναι επιδερμική, καθαρά τουριστική. Άλλωστε, μία εθιμική προσκυνηματική επίσκεψη στον Προυσό και μία επιδεικτική ανάβαση στο Βελούχι, δραστηριότητες στις οποίες οι περισσότεροι σήμερα αρκούνται, ελάχιστα πραγματικά στοιχεία μπορούν να δώσουν στο φιλομαθή επισκέπτη για ολόκληρο το νομό.
Η περιοχή μας, κάλλιστα θα μπορούσε να προσελκύει περισσότερους περιηγητές αν διέθετε κατάλληλα αξιοποιημένους αρχαιολογικούς χώρους. Δυστυχώς όμως, χώροι με τις απαραίτητες σύγχρονες υποδομές υποδοχής, σήμερα δεν υπάρχουν. Αν και αρκετές πηγές, από τα χρόνια του Ομήρου μέχρι και σήμερα αναφέρονται σε Ευρυτανικά τοπωνύμια και πάμπολλα ευρήματα έχουν έρθει στο φως κατά καιρούς, αυτά δεν έχουν κεντρίσει το αρχαιολογικό ενδιαφέρον στο βαθμό που θα έπρεπε. Για τον λόγο αυτό, μένουν ανερεύνητες περιοχές όπως ο Κύφος, η Μπέσια η Χόχλια, η Τσούκα, το Παλιοκάτουνο κ.ά. Δεν είναι υπερβολή, λοιπόν, να ισχυριστούμε ότι η επιστημονική έρευνα στον τομέα των ανασκαφών, διανύει ακόμα την εμβρυακή της ηλικία για τον τόπο μας, γεγονός όμως που επηρεάζει αρνητικά την εξέλιξη του νομού, στερώντας του γνώση και πόρους. Κι αν υπάρχουν ελάχιστοι ιστορικοί χώροι που έχουν κάπως μελετηθεί, όπως είναι ο παλαιοχριστιανικός ναός του Αι Λεωνίδη στο Κλαψί, κι αυτοί με τη σειρά τους μένουν αναξιοποίητοι και παραμελημένοι. Πέρα όμως από τα αρχαιολογικού τύπου ενδιαφέροντα, η Ευρυτανία διαθέτει μία πληθώρα από λαϊκές αρχιτεκτονικές κατασκευές, διάσπαρτες σε κάθε σημείο της, οι οποίες, αν και δεν θα μπορούσαν αυστηρά να ενταχθούν στα στενά πλαίσια των λεγόμενων «αρχαιολογικών μνημείων», λόγω της εποχής κατασκευής τους που είναι σχετικά πρόσφατη, σίγουρα όμως αξίζουν να αξιοποιηθούν και να μελετηθούν προσεκτικότερα. Τέτοιες κατασκευές υπάρχουν πολλές και με ποικίλες χρήσεις, όπως κατοικίες, εκκλησίες, γεφύρια 1, εικονοστάσια, νερόμυλοι, νεροτριβές, κρήνες και καλντερίμια 2 . Όλα αυτά τα κτίσματα είναι κυρίως πέτρινα και τα συναντάμε είτε μεμονωμένα είτε σαν ενιαία οικιστικά σύνολα. Τα στοιχεία που τα συνδέουν και τα εντάσσουν σε μία ενότητα μελέτης, είναι ο χρόνος και ο τρόπος κατασκευής τους τα δομικά υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί στο χτίσιμό τους και η σιωπηλή καλαισθησία τους. Η αρχιτεκτονική σύλληψη, καθώς και η εξειδικευμένη δουλειά του τεχνίτη τους, τα κάνουν να διαφέρουν τελείως από άλλες σύγχρονες κατασκευές. Έτσι, αν συντηρηθούν και αξιοποιηθούν σωστά δημιουργούνται σχεδόν σε κάθε χωριό, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, σημεία αναφοράς τέτοια που κάθε επισκέπτης θα θέλει να δει και να γνωρίσει. Εξ άλλου, στα περισσότερα χωριά του νομού δεν έχουν μείνει και πολλά τέτοια αξιοθέατα, που θα μπορούσαν να προσελκύσουν μελετητές και επισκέπτες. Οι περισσότερες όμως από αυτές τις κατασκευές, αν και τέλεια ενταγμένες στις διαστάσεις του τοπίου γύρω τους, λες και έγιναν έτσι ώστε να αποτελούν τη συνέχειά του, σήμερα δυστυχώς βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση. Οι λόγοι είναι πολλοί. Πρώτος και κυριότερος η εγκατάλειψη. Μετά τη μαζική φυγή των Ευρυτάνων από τη γη τους, η ερήμωση έφερε τη λησμονιά . Αυτή, με τη σειρά της, τα ερείπια. Τα χωριά που άλλοτε σφύζανε από ζωή, σήμερα είναι νεκρά. Οι παλιοί κάτοικοι και στη συνέχεια οι απόγονοί τους, γίνανε απλοί και περιστασιακοί επισκέπτες. Όχι βέβαια πως δεν υπάρχουν και οι νοσταλγοί της προγονικής γης, αυτοί που σε κάθε ευκαιρία επιστρέφουν, αυτοί που κάθε φορά, όλο και κάτι θα επισκευάσουν, κάτι θα σώσουν. Είναι όμως τόσο λίγοι! Κι αν τα σπίτια συντηρούνται κακήν κακώς, κι αν για τις εκκλησίες γίνεται και κανένας έρανος για επισκευές, τι να πούμε για τα γεφύρια, που έχει ξεχαστεί ακόμα και η ύπαρξή τους ή για τους νερόμυλους και τα μαντάνια, που μέσα στις σκιερές και υγρές ποταμιές έχουν μετατραπεί, από πολύβουους χώρους συνάθροισης του παρελθόντος, σε βουβά ερείπια και σωρούς από πέτρες σήμερα; Εκτός όμως από την εγκατάλειψη, ένας ακόμα σημαντικός λόγος για τον οποίο η λαϊκή αρχιτεκτονική κληρονομιά μας χάνεται αβοήθητη, είναι και η ανύπαρκτη καταγραφή της, η απουσία μνήμης. Ελάχιστες είναι οι προσπάθειες που έχουν γίνει ώστε να μελετηθούν και να ταξινομηθούν τα υπέροχα και, δυστυχώς, αναντικατάστατα έργα των προγόνων μας. Η έλλειψη αυτή είναι σημαντική διότι, εφόσον δεν είναι σε θέση κανείς να γνωρίζει τι έχει απομείνει και τι από όλα αυτά έχει αξία και διαχρονικότητα, δεν μπορεί και να δράσει έτσι ώστε να προκαλέσει το ενδιαφέρον για τη διάσωσή του. -- ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: 1. Γεφύρι: Με τη λέξη αυτή εννοούμε τις πετρόχτιστες, τοξοτές κατασκευές του 17ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα, σε αντίθεση με τη λέξη «γέφυρα» που είναι η τσιμεντένια ή σιδερένια κατασκευή και αντικατέστησε τις προηγούμενες. 2. Καλντερίμι: Από το Τουρκικό kaldirim. Λιθόστρωτο με ανώμαλη επιφάνεια.
Από την περίοδο της Τουρκοκρατίας και μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο – 17ος αιώνας μέχρι τα μέσα του 20ου – η περιοχή της Ευρυτανίας χάρη στη γεωγραφική της θέση ήκμασε. Επειδή τα βουνά πάντα αποτελούσαν καταφύγιο για τους διωκόμενους από τους καταχτητές πληθυσμούς, κατοικήθηκαν απίθανες γωνιές της κι έτσι ο πληθυσμός της αυξήθηκε. Αυτή η αύξηση έφερε με τη σειρά της την οικονομική ευμάρεια και σα φυσικό επακόλουθο ήρθε η ανάπτυξη ενός σημαντικού πολιτισμού, υπολείμματα του οποίου φτάνουν ως τις μέρες μας. Η γειτνίασή της με την Ήπειρο και οι επιρροές που δεχόταν από μία από τις πιο δημιουργικές εστίες πολιτισμού της εποχής, αλλά και η παλιννόστηση Ευρυτάνων από πλούσιες πόλεις και χώρες, έφεραν τον πλούτο και την ανάπτυξη. Παιδεία, τέχνες, δημοτικό τραγούδι, αρχιτεκτονική έφτασαν σε υψηλό επίπεδο. Άνοιξαν σχολές από περίφημους δασκάλους, αναπτύχθηκαν τέχνες όπως η σηροτροφία και η μεταλλουργία , τελειοποιήθηκαν η υφαντική και η αγιογραφία και χτίστηκαν μοναστήρια, αρχοντόσπιτα και μεγάλα γεφύρια.
Κρίνοντας από τον πλούτο των κτισμάτων που σώζονται ως τα σήμερα, διαπιστώνουμε ότι η αρχιτεκτονική της εποχής έφτασε σε πολύ υψηλό επίπεδο, αν και ήταν τελείως εμπειρική. Βασιζόταν στη γνώση που σωρεύτηκε και εξελίχτηκε με το πέρασμα του χρόνου και μεταδιδόταν από γενιά σε γενιά. Αξιοποιούσε τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, καθώς και τις ντόπιες δομικές πρώτες ύλες. Πουθενά δεν αναφέρεται κάποιος σπουδασμένος αρχιτέκτονας ή κατασκευαστής την εποχή αυτή. Αντιθέτως, πάρα πολλοί είναι οι μαστόροι που δημιούργησαν έργα αθάνατα, κατέχοντας σα μοναδικό εφόδιο την εμπειρική γνώση της δομής και της αντοχής των υλικών που χρησιμοποιούσαν . Σε γενικές γραμμές, η παραδοσιακή λαϊκή αρχιτεκτονική της Ευρυτανίας δε διακρίνεται για τα ογκώδη στοιχεία. Όλα τα κτίσματα, οποιασδήποτε χρήσης, δεν έχουν τις διαστάσεις που βρίσκουμε σε ανάλογα κτίσματα άλλων περιοχών, που είναι κατασκευασμένα την ίδια χρονική περίοδο. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι όλα ντόπια, δηλαδή πέτρα και ξύλο. Ελάχιστα είναι τα σιδερένια αντικείμενα που συναντάμε, κι αυτά κυρίως διακοσμητικά, ενώ το πήλινο κεραμίδι είναι δυσεύρετο. Όλες οι κατασκευές είναι αισθητά επηρεασμένες από το φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι ενταγμένες. Εξ άλλου, η υιοθέτηση στοιχείων από το περιβάλλον και η προσαρμογή τους στην αρχιτεκτονική, είναι φαινόμενο ιδιαίτερα αισθητό στις ορεινές απομονωμένες περιοχές. Τα σπίτια είναι λιτά, φτιαγμένα από πέτρα και ξύλο σχεδόν αόρατα από μακριά, πάντα όμως σοφά προσανατολισμένα, έτσι ώστε να εκμεταλλεύονται τον λιγοστό ήλιο του χειμώνα. Οι εκκλησίες, μικρές χωρίς τρούλο και πάντα ρυθμού Βασιλικής και Βυζαντινού. Τα γεφύρια πέτρινα, με επίπεδες ράχες τις περισσότερες φορές, θεμελιωμένα πάνω σε βράχια για να μην παρασύρονται από τις κατεβασιές των ποταμών. Τα καλντερίμια, δουλεμένα έτσι που να έχουν κατά διαστήματα τοποθετημένες εγκάρσια στο έδαφος πέτρες, για προστασία ανθρώπων και ζώων από γλιστρήματα στον πάγο, αλλά και σαν αναβαθμούς λόγω του επικλινούς εδάφους. Οι κρήνες, εκτός από τις κούπες για τους ανθρώπους, έχουν χώρο όπου μπορούν να πίνουν νερό και τα υποζύγια, τα μοναδικά μέσα μεταφοράς τις εποχές εκείνες. Βρύσες, νεροτριβές και μαντάνια είναι σχεδόν πάντα στεγασμένα, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τις ημέρες που οι καιρικές συνθήκες είναι δύσκολες . Κατά περιόδους, όταν επαναπατρίζονταν οι πρώτοι μετανάστες, χάρη στα χρήματα και τις επιρροές που αυτοί έφερναν μαζί τους από τα αστικά κέντρα της εποχής και κυρίως από την Κωνσταντινούπολη, οι κατοικίες που χτίζονταν, γίνονταν περίπλοκες, με περισσότερα αρχιτεκτονικά και διακοσμητικά στοιχεία.. Επίσης, οι δωρεές που δίνονται για εκκλησίες και για κοινωφελή κτίρια είναι μεγάλες, έτσι όταν τα χρήματα διατίθενται για εξ αρχής κατασκευές, αυτές είναι πιο προσεγμένες και με μεγαλύτερες διαστάσεις. Οι μαστόροι που αναλαμβάνουν να χτίσουν τα μεγαλύτερα έργα, είναι Ηπειρώτες. Βέβαια, υπάρχουν και οι ντόπιοι, αλλά τη μεγαλύτερη φήμη έχουν οι Πυρσογιαννίτες και οι Τζουμερκιώτες μαστόροι, οι οποίοι έχουν φτιάξει στην Ευρυτανία πολλές και σημαντικές κατασκευές. Το γεγονός αυτό έχει σαν αναπόφευκτη συνέπεια ο αρχιτεκτονικός ρυθμός και νοοτροπία της περιοχής μας να έχει επηρεαστεί βαθύτατα από τον αντίστοιχο της Ηπείρου. Αρχίζουν λοιπόν να κατασκευάζονται μοναστήρια όπως της Τατάρνας, της Βράχας και της Στάνας, καθολικά μοναστηριών όπως του Προυσού και της Σωτήρας, καθώς και εκκλησίες σε πολλά από τα χωριά μας. Επίσης, Πυργόσπιτα στον Μαραθιά, αρχοντόσπιτα στη Βίνιανη και τους Κορυσχάδες, υπέροχα λαϊκά σπίτια στους Δομιανούς, στη Γρανίτσα, στο Μεγάλο και στο Μικρό Χωριό. Την εποχή αυτή, στήνονται μεγάλα γεφύρια, όπως της Τατάρνας και του Μανώλη, του Δεσπότη και του Γαύρου. Το κάθε χωριό έχει αρκετούς νερόμυλους και νεροτριβές, ενώ διάσπαρτα σε κάθε δρόμο είναι τα πεζούλια, οι κρήνες, τα εικονοστάσια και τα εξωκλήσια. Είναι φυσικό ότι μία απλή αναφορά στα έργα μιας περιόδου τεσσάρων αιώνων περίπου, δεν είναι δυνατόν να συμπεριλάβει όλα τα κτίσματα. Θα ήταν όμως σίγουρα παράλειψη να μην αναφέρουμε και τα μεμονωμένα διακοσμητικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία που συναντάμε σε, κατά τα άλλα, απλές κατασκευές. Έτσι, βρίσκουμε υπέροχα υπέρθυρα, λιθανάγλυφα, εξώστες, ταβάνια, κάγκελα, αυλόθυρες, υδρονομείς, κόγχες σε τοίχους κλπ. που, από μόνα τους κι αυτά, αφήνουν ένα άρωμα πολιτισμού.
Όλα αυτά τα κτίσματα έχουν σαν κοινά χαρακτηριστικά τον τρόπο κατασκευής, τα δομικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν, την αισθητική τους και το δέσιμο με τον περιβάλλοντα χώρο. Σήμερα λοιπόν, που όλα έχουν αλλάξει, που έχουν εγκαταλειφθεί τεχνικές και υλικά , για να αντικατασταθούν από τις σύγχρονες τεχνολογικές λύσεις, η απώλεια οποιουδήποτε παραδοσιακού κτίσματος είναι ασυγχώρητη. Για να υπάρχει και στο μέλλον η γνώση των συνθηκών ζωής του παρελθόντος, απαραίτητη είναι η διακριτική διαφύλαξη οποιουδήποτε στοιχείου διασώζεται ακόμα, λαογραφικού και αρχιτεκτονικού. Η ευθύνη της γενιάς μας στον τομέα αυτό είναι καίρια. Λαοί χωρίς τη γνώση του παρελθόντος δεν έχουν μέλλον, λέει ένα χιλιοειπωμένο γνωμικό. Δεν είναι τάχα πέρα για πέρα αληθινό; Όλες αυτές οι επισημάνσεις δεν θα είχαν καμία βαρύτητα, αν τα κτίσματα αυτά δεν ήταν από μόνα τους πολύτιμα.. Η γνώση των στατικών και αρχιτεκτονικών λεπτομερειών από το λαϊκό τεχνίτη συνδυασμένη με μια επιμέλεια που προδίδει υψηλό γούστο καθιστά τα έργα του μοναδικά και ως εκ τούτου, αναντικατάστατα. Αν σε αυτά προστεθούν η έλλειψη των μέσων, οι εμπειρικές λύσεις που δίνονταν σε διάφορα πρακτικά προβλήματα και οι μοναδικές ντόπιες πρώτες ύλες που έχουν χρησιμοποιηθεί, τότε αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε εκ των προτέρων άνισες συγκρίσεις των κατασκευών του χθες με τις σημερινές. Τα απρόσωπα και ενεργοβόρα σημερινά σπίτια δε συγκρίνονται με τα υπέροχα λιθόκτιστα και σοφά προσανατολισμένα σπίτια των παλιότερων γενεών, ούτε ακόμα και στο επίπεδο των ανέσεων, σε σχέση πάντα με τις ανάγκες της κάθε εποχής. Τα λυγερόκορμα γεφύρια που είναι φτιαγμένα με πέτρα και λάσπη, δίνουν ένα τελείως διαφορετικό ερέθισμα στον επισκέπτη τους, από τις σημερινές ογκώδεις και απρόσωπες γέφυρες. Το πέρασμα πάνω από ένα τοξωτό γεφύρι, είναι μία μοναδική προσωπική εμπειρία, ενώ η ταχεία διέλευση από μια τσιμεντένια γέφυρα αντιμετωπίζεται μάλλον απρόσωπα. Στις περιπτώσεις που σύγχρονες γέφυρες θεμελιώθηκαν δίπλα σε παλιά γεφύρια, η σύγκριση είναι καταλυτική, λες κι ο μόχθος που κατέβαλε ο πρωτομάστορας του παλιού γεφυριού, αντανακλάται πάνω στις πέτρες του. Ίσως γι’ αυτό, για παράδειγμα, δεν άντεξε η τσιμεντένια γέφυρα που φτιάχτηκε δίπλα στο γεφύρι του Μανώλη και κατέρρευσε λίγες μέρες μετά τα εγκαίνιά της το 1965, ενώ το διπλανό της πέτρινο τόξο συνεχίζει να τέμνει ακόμα και σήμερα στον ορίζοντα του Αγραφιώτη, από το 1659 και ποιος ξέρει για πόσο ακόμα .
Αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε άλλες κατασκευές, όπως τα εικονοστάσια, η σύγκριση αυτή εξαρχής αποδεικνύεται άκυρη. Τι κοινό έχουν τα λαμαρινένια σημερινά με τα πέτρινα του χθες; Τι κοινό έχει μία σωλήνα που εξέχει όπως όπως από ένα κακοφτιαγμένο τσιμεντένιο τοιχίο και πετάει τα νερά της στο δρόμο, με μια πέτρινη κούπα χωμένη στο βάθος μιας κόγχης;
Απ’ όλα τα παλιά κτίσματα, εκείνο που προκαλεί το μεγαλύτερο δέος όταν το βλέπεις, εκείνο που δίνει και το όνομά του ακόμα στην ευρύτερη περιοχή, εκείνο που φτιάχτηκε για να προστατευθούν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες από θανάσιμους κινδύνους, είναι το πέτρινο τοξωτό γεφύρι.. Πόσο μυστήριο δεν δίνει άραγε, στη βαθύσκιωτη ποταμιά η περήφανη παρουσία του; Πόσοι τοπικοί θρύλοι δεν έχουν φτιαχτεί, ακόμα και για το πιο μικρό γεφυράκι και πόσα ξωτικά δεν έχουν ξεκινήσει απ’ αυτό για να γεμίσουν και να κάνουν πιο μαγικά και συναρπαστικά τα παραμύθια μας; Στον τόπο μας συναντάμε αρκετά γεφύρια, άλλα μεγάλα κι άλλα μικρά. Άλλα στέκουν ακόμα αγέρωχα, στεφανώνοντας με τα τόξα τους τα μεγάλα ποτάμια της περιοχής μας ενώ από άλλα μόνο κάποια τμήματά τους σώζονται και θυμίζουν πως κάποτε υπήρξαν και αυτά. Όλα όμως έχουν τη δική τους ιστορία, για ορισμένα μάλιστα είναι πολύ πλούσια, καθώς σχετίζεται με την ιστορία της ευρύτερης περιοχής. Σε τοπικό επίπεδο, κάθε γεφύρι ήταν κάτι περισσότερο από αναγκαίο και έπαιζε τον δικό του ρόλο στην καθημερινή ζωή των κατοίκων, οι οποίοι το συντηρούσαν, το επισκεύαζαν και διέδιδαν την ιστορία του, κάτι που προδίδει πόσο περήφανοι ένιωθαν γι’ αυτό το κτίσμα που σφράγιζε τη ζωή τους. Όταν όμως οι ανάγκες άλλαξαν και ήρθε η ώρα το υποζύγιο να αντικατασταθεί με το αυτοκίνητο, οι δρόμοι που χαράχθηκαν ακολούθησαν τη δική τους διαδρομή, με αποτέλεσμα πολλά γεφύρια να μείνουν έξω από τις πολυσύχναστες οδούς , άλλα να καταστραφούν κι άλλα να επικαλυφτούν από την άσφαλτο. Ο λόγος, λοιπόν, που τα πέτρινα γεφύρια έχουν σήμερα παραμεληθεί και ξεχαστεί, είναι ότι δεν είναι πλέον χρήσιμα. Εφόσον όμως δεχόμαστε την αναγκαιότητα διαφύλαξης τέτοιων κατασκευών, για την συνέχιση της ιστορικής μνήμης, πρέπει με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να τα προστατεύουμε από τις φυσικές φθορές και να τα αναδεικνύουμε. Το κενό που μέχρι σήμερα υπάρχει στην καταγραφή και ταξινόμηση αυτών των πέτρινων τοξωτών γεφυριών είναι μεγάλο. Σκοπός της εργασίας αυτής δεν είναι άλλος από το να συμπληρώσει κάποια από τα κενά της γνώσης μας για τα γεφύρια . Κι ακόμα, να μετατρέψει τη γνώση σε ευθύνη.
Τα γεφύρια που βρίσκουμε στο χώρο της Ευρυτανίας δε διαφέρουν, σαν κατασκευές, από αντίστοιχα άλλων γειτονικών περιοχών. Δε συναντάμε δηλαδή διαφορετική τεχνοτροπία εδώ ή άλλη ιδιαιτερότητα, από ό,τι άλλο, εκτός ίσως από ορισμένα χαρακτηριστικά στα γεφύρια της Τέμπλας και του Αυλακιού. Ο περιορισμός όμως της έρευνας, στα στενά γεωγραφικά όρια του νομού, ήταν αναγκαίος όχι για λόγους τοπικιστικούς, αλλά για να εξασφαλιστεί τόσο η πληρότητα όσο και η επάρκειά της. Στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης και της Θεσσαλίας βρίσκουμε αμέτρητα γεφύρια, μικρά και μεγάλα, διάσπαρτα σε ρέματα και λαγκάδια. Αλλά, λόγω της έλλειψης έγκυρων πληροφοριών, είναι σχεδόν αδύνατος ο εντοπισμός τους, κατ’ επέκταση θα ήταν ελλιπής η μελέτη ενός εκτεταμένου χώρου. Περιοριζόμαστε λοιπόν στα γεφύρια που βρίσκονται στην Ευρυτανία και επιφυλασσόμαστε για το μέλλον. Η έρευνα, εκτός από τα γενικά στοιχεία, περιλαμβάνει και επί μέρους πληροφορίες για το κάθε γεφύρι ξεχωριστά, όπως: το όνομά του, τα ονόματα της τοποθεσίας και του ποταμού πάνω στον οποίο είναι χτισμένο, τα ονόματα του χρηματοδότη του και του μάστορα που το έφτιαξε το έτος κατασκευής, τον προσανατολισμό και το υψόμετρο όπου βρίσκεται, τον τύπο και τις διαστάσεις του, τα χωριά που συνέδεε και τα κτίσματα που βρίσκονταν δίπλα του. Εκτός όμως όλων αυτών, αναφέρονται και στοιχεία ιστορικά, λαογραφικά και αρχιτεκτονικά.. Τέλος, περιγράφεται η διαδρομή που μπορεί να ακολουθήσει οποιοσδήποτε θελήσει να τα επισκεφτεί . Για πολλά όμως γεφύρια, ο κατάλογος των στοιχείων είναι ελλιπής, σε άλλα μεν διότι τα στοιχεία αυτά έχουν χαθεί με το πέρασμα του χρόνου, σε άλλα δε, διότι δεν είχαν ποτέ καταγραφεί. Τέλος, σε κάποια άλλα, γιατί απλά δε στάθηκε δυνατός ο εντοπισμός τους .
Οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν στη διάρκεια της συλλογής των διακριτικών στοιχείων οδηγούν από μόνες τους στις διαπιστώσεις που έχουν ήδη αναφερθεί, δηλαδή ότι η απουσία καταγραφής των μνημείων, η ανεπάρκεια των γραπτών κυρίως πηγών είναι το πρώτο και αποφασιστικότερο βήμα για την απώλεια της συλλογικής μνήμης.
Για να γίνει δυνατός ο ακριβής εντοπισμός της θέσης των γεφυριών, αντλήθηκαν πληροφορίες από κατοίκους της περιοχής και εν συνεχεία επιχειρήθηκε η ανεύρεσή τους. Αυτό, όσο απλό φαίνεται στην περιγραφή του, τόσο δύσκολο αποδείχθηκε στην πράξη. Ελάχιστοι άνθρωποι υπάρχουν στα χωριά μας που μπορούν να δώσουν αξιόπιστες πληροφορίες, κι αυτό διότι λίγοι πλέον ξέρουν τι υπάρχει, πού είναι και σε ποια κατάσταση βρίσκεται. Άλλες φορές πάλι, τοπικιστικά «συμφέροντα» αλλοιώνουν την οποιαδήποτε πληροφορία και την καθιστούν αναξιόπιστη, αν αυτή δεν έχει εκ των προτέρων διασταυρωθεί. Τέλος, συναντήσαμε και την καθ’ όλα δικαιολογημένη δυσπιστία του κόσμου για το σκοπό των ερωτήσεων και της αναζήτησης των χαμένων γεφυριών. Δυσπιστία που οφείλεται στις μαζικές επισκέψεις των κυνηγών θησαυρών, που δυστυχώς λυμαίνονται παρόμοιους χώρους. Αυτό ίσως υπήρξε και το βασικότερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η έρευνα.. Δεν υπήρξε μία περίπτωση που ο ερωτώμενος για κάποιο γεφύρι, να μην αναφέρθηκε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε «λίρες ή θησαυρούς».
Εκτός όμως από τη «δημοσιογραφική» έρευνα, μεγάλη προσπάθεια έγινε για άντληση πληροφοριών από βιβλιοθήκες και από τοπικές εκδόσεις. Κι εδώ η διαπίστωση ήταν οδυνηρή, καμία ευχάριστη έκπληξη δε μας περίμενε. Πολύ λίγα στοιχεία μπορεί κάποιος να αντλήσει από βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά τοπικού ενδιαφέροντος. Ειδικά για τα γεφύρια, λιγοστές φωτογραφίες συναντάς σε βιβλία . Επίσης, ελάχιστες αναφορές γίνονται, λες και τα κτίσματα αυτά δεν υπήρξαν ποτέ στο χώρο τους. Και τέλος, ό,τι αναφέρεται, τις περισσότερες φορές βρίσκεται χαμένο σε ένα απέραντο και αταξινόμητο χάος. Βέβαια, αν αυτός είναι ο κανόνας, υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ο συστηματικός μελετητής της Ευρυτανίας Πάνος Ι. Βασιλείου, για παράδειγμα, στα πάμπολλα βιβλία του, έχει αφήσει ένα πλήθος πληροφοριών σχετικών με τα γεφύρια, καθώς και μία πολύτιμη βιβλιοθήκη με σπάνια βιβλία που έχει δωριθεί στο Δήμο Καρπενησίου και βρίσκεται στη Βασική βιβλιοθήκη της πόλης. Εκεί, εντοπίστηκε και το πρώτο βιβλίο που ασχολείται αποκλειστικά με το πέτρινο γεφύρι, το «Λαϊκή αρχιτεκτονική - Ηπειρώτες μαστόροι και γεφύρια» του Αλεξ. Χ. Μαμμόπουλου.
Στη συνέχεια, και στα πλαίσια της αναζήτησης εξειδικευμένης βιβλιογραφίας, βρέθηκαν τα βιβλία του κ. Σπύρου Ι. Μαντά, «Τα Ηπειρώτικα γεφύρια» και «Το γεφύρι και ο Ηπειρώτης» και τέλος, το βιβλίο του κ. Γιώργου Τσότσου «Μακεδονικά γεφύρια» που καλύπτουν πλήρως το θέμα, από όλες τις απόψεις.
------
Στην προσπάθεια εντοπισμού των γεφυριών, συλλογής πληροφοριών και συμβουλών συνέδραμαν αρκετοί φίλοι. Χωρίς αυτούς, η καταγραφή των γεφυριών της Ευρυτανίας θα ήταν, αν μη τι άλλο, ελλιπής. Το ελάχιστο ευχαριστώ είναι η απλή αναφορά τους:
- Οι Σωτηροπούλου Πένυ , Κατσαμάγκα Μαρίνα, Τσιπλακίδης Νίκος, Μαχαίρας Γιώργος, Δασοπόνοι, Τσέλος Ηλίας, συνταξιούχος ΟΤΕ, Καραγιαννόπουλος Θανάσης, μαθηματικός και Τριανταφύλλου Γιάννης, οδηγός Νομαρχίας. Συνοδοιπόροι και πολύτιμοι βοηθοί στην ανεύρεση γεφυριών.
- Οι Χουλιάρας Κώστας, εκπαιδευτικός , Κόγιας Τάκης, εργολάβος, Παππάς Δημήτριος, αρτοποιός, Αρβανίτης Κώστας, αγρότης, Παπαδήμα - Τάκη Έφη, τραπεζικός, Παλαιός Παναγιώτης, αγρότης, Κομπογιάννης Κώστας, ξενοδόχος, ο εκλιπών Μακρής Γιάννης, Δημόπουλος Χρήστος, έμπορος, Νασιόπουλος Νίκος, εστιάτορας, Τσεκλείστας Γιώργος, συνταξιούχος, Αντωνόπουλος Νίκος, συνταξιούχος του δημοσίου, Θεοδωρογιάννης Γεώργιος,συνταξιούχος, Κατσιάδας Γεώργιος, υπάλληλος ΤτΕ, Κώτσιας Μάρκος, συνταξιούχος, Χουσιάδας Μίμης, αυτοκινητιστής, Παπουτσόπουλος Ηλίας, πρώην δήμαρχος Φουρνάς, Παπαδογούλας Δημήτριος, συνταξιούχος και Τσέλος Ηλίας συνταξιούχος του ΟΤΕ, βοήθησαν με πληροφορίες για τον εντοπισμό θέσεων γεφυριών
- Οι Μπομποτσιάρης Ντίνος, εκπαιδευτικός, Ανδρεάκης Γιάννης, γραμματέας, Τσέλος Ηλίας, υπάλληλος ΟΤΕ, Μποκόρος Χρήστος, ζωγράφος, Παππάς Στέφανος, ιδιωτικός υπάλληλος, Οικονομίδης Γιάννης, εκπαιδευτικός και Παπαθανασίου Νίκος, υπάλληλος του δημοσίου, εντοπίσανε και προσφέρανε βιβλία και άρθρα σχετικά με το θέμα .
- Οι Τσατσαράγκος Γιώργος, εκπαιδευτικός, οι εκλιπόντες Ζαχαράκης Φάνης και Τζαβέλης Νίκος , Δουλαβέρης Μπάμπης, υδραυλικός , Σιώζος Γιάννης, αγρότης, Τσινιάς Κώστας, ξενοδόχος, Καραδημήτρης Νίκος, αγροφύλακας, Μακρής Γιώργος, συνταξιούχος και Δημητρίου Ανέστης, συνταξιούχος ΟΤΕ, προσφέρανε γνώσεις και πληροφορίες τους για τα γεφύρια και μας μεταφέρανε όσους θρύλους ξέρανε.
- Οι Τάσιος Γιώργος, φωτογράφος , Βλαχάκη Μαριλίτσα και Παπανικολάου Κώστας ζωγράφοι, βοήθησαν με γενικές πληροφορίες και πολύτιμες καλλιτεχνικές υποδείξεις.
- Η Φουρνιώτη Αγάπη, υπάλληλος ΝΕΛΕ, και Ζωή Μπαλαούρα, μαθήτρια ,
διευκόλυναν την πρόσβαση σε βιβλιοθήκες .
- Ο Πλατσιούρης Φίλιππος, αγρότης, ο Μπακούσης Θανάσης, αντιδήμαρχος
Απεραντίων και ο Παλαιός Γεράσιμος, δημοτικός σύμβουλος Προυσού, υπέδειξαν με ακρίβεια περιοχές με γεφύρια .
- Ο π. Δοσίθεος , Ηγούμενος της Ι. Μ. Τατάρνας, παρότρυνε και προσέφερε με περισσή γενναιοδωρία και χαρά πολύτιμες οδηγίες .
- Η Κεφαλά Δώρα, φιλόλογος, επιμελήθηκε τα κείμενα από την πρώτη μέχρι την τελική τους μορφή, ενώ πολύτιμες ήταν και οι συμβουλές της φιλολόγου Μαρίας Παναγιωτοπούλου.
- Τέλος πολύτιμη ήταν η βοήθεια και η συμπαράσταση των μελών της Οικολογικής ομάδας Καρπενησίου σε περιόδους ιδιαίτερα δύσκολες , αλλά περισσότερο η δημιουργική παρουσία του Ντίνου Μπομποτσιάρη που όχι μόνο στήριξε την προσπάθεια αλλά έτρεξε και ανέλαβε πρωτοβουλίες τη για την ολοκλήρωση του παρόντος εγχειρήματος .
* Οι επαγγελματικές ιδιότητες των ανωτέρω αφορούν το διάστημα συγγραφής του παρόντος.
Η Ευρυτανική γη, μορφολογικά φαίνεται να χωρίζεται σε τέσσερις περιοχές, τις οποίες διαρρέουν μεγάλα ποτάμια και τις οριοθετούν ψηλά βουνά. Πρόκειται δηλαδή για τέσσερις κοιλάδες ή καλύτερα για τέσσερις λεκάνες απορροής των νερών της. Αυτές με τη σειρά είναι: Η κοιλάδα των ποταμών Καρπενησιώτη, Κρικελλοπόταμου και Τρικεριώτη, η κοιλάδα του Μέγδοβα, η κοιλάδα του Αγραφιώτη και τέλος, η κοιλάδα του Αχελώου. Όλες αυτές οι βαθιές πτυχώσεις του εδάφους έχουν αναρίθμητες άλλες διακλαδώσεις, χαραγμένες από μικρά ποταμάκια και χειμάρρους που, ξεκινώντας από τα ψηλά βουνά, συναντούν στην πορεία τους τα μεγαλύτερα ποτάμια κι όλα μαζί εκβάλλουν στην τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών.
Βλέπουμε, λοιπόν, σε γενικές γραμμές, πως όλη η Ευρυτανία τέμνεται από μεγάλες και μικρές χαράδρες, οι οποίες δημιουργούν αξεπέραστα εμπόδια στις μετακινήσεις και ουσιαστικά απομακρύνουν ακόμα περισσότερο τη μία περιοχή από την άλλη. Αν προσθέσουμε σ’ αυτό το πρόβλημα , τα απόκρημνα και δύσβατα βουνά της και τις σκληρές καιρικές συνθήκες που επικρατούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, αντιλαμβανόμαστε τις δυσκολίες της μετακίνησης που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι, τότε που η έλλειψη άλλων μέσων επικοινωνίας τους καταδίκαζε στην απομόνωση και κατά συνέπεια στον οικονομικό μαρασμό.
«Το Καρπενήσι είναι στενό
έχει στενά σοκάκια
έχει ποτάμια απέραγα ...»,
λέει το δημοτικό τραγούδι γλαφυρά για τον τόπο μας. Απέναντι στα προβλήματα αυτά, η ανθρώπινη εφευρετικότητα δε στάθηκε απαθής αλλά έδωσε λύσεις, και μαζί με την επιτακτική ανάγκη για ζωή, οδήγησε στην κατασκευή μόνιμων περασμάτων που ένωναν τις απόκρημνες όχθες των ποταμών και απάλλασσαν τους κατοίκους από τον καθημερινό κίνδυνο να διέρχονται, αυτοί και τα ζώα τους, μέσα από τα ορμητικά νερά..
Στην περιοχή μας, εξάλλου, η οικονομία των κοινοτήτων ήταν γεωργική κυρίως και βασιζόταν στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, που πολλές φορές ήταν μακριά από τα χωριά ή απέναντι από ποτάμια και χείμαρρους. Η πρόσβαση λοιπόν το χειμώνα, που τα νερά ήταν πολλά και ορμητικά, γινόταν αν όχι αδύνατη, σίγουρα εξαιρετικά επικίνδυνη. Σε τοπική κλίμακα, αναφέρονται πολλά ατυχήματα ανθρώπων που παρασύρθηκαν από τα αφρισμένα νερά κάποιου χείμαρρου ή ιστορίες για κοπάδια ολόκληρα που χαθήκανε σε μία μοιραία κατεβασιά 3 .
Εκτός όμως από την πρόσβαση στα χωράφια, επικίνδυνη γινόταν και η επικοινωνία με τα κοντινά χωριά και έτσι η απομόνωση ήταν δεδομένη. Τα χιόνια και οι παγωνιές από τη μια, οι κατεβασιές των ποταμών κι ο κίνδυνος πνιγμού από την άλλη. Πώς να μην είναι μοναχικοί οι Ευρυτάνες;
--
3. Κατεβασιά: Η ορμητική ροή νερών. Μετά από έντονες βροχοπτώσεις, οι χείμαρροι κατακλύζονται απότομα από μεγάλες ποσότητες νερών. Το αποτέλεσμα του φαινομένου αυτού είναι συνήθως η καταστροφή κάθε κτίσματος ή αντικειμένου που στέκεται εμπόδιο στη ροή του νερού.
Για τους ντόπιους, η επιβίωση είχε αναχθεί σε καθημερινή περιπέτεια με αβέβαιη έκβαση. Επιβαλλόταν συνεπώς, η εξεύρεση μιας πρακτικής λύσης που θα τερμάτιζε την αγωνία και τον κάματο. Η εύκολη και πιο οικονομική λύση ήταν η κατασκευή μιας πρόχειρης γέφυρας με τον κορμό από κάποιο μεγάλο έλατο. Βρίσκανε λοιπόν, ένα στενό μέρος στο ποτάμι, που να έχει στις όχθες του δύο μεγάλους βράχους αντικριστά, και στεριώνανε τον κορμό από τον ένα βράχο στον άλλο. Επάνω του καρφώνανε κλαδιά σαν κάγκελα, έτσι ώστε να γίνεται ασφαλέστερη η διέλευση. Αυτό ήταν το ξυλογέφυρο. Τέτοια υποτυπώδη γεφύρια υπήρχαν πολλά και αρκετά κατασκευάζονται και σήμερα ακόμα, σα λύσεις ανάγκης. Το πιο γνωστό ξυλογέφυρο βρισκόταν στον Αχελώο, στο σημείο που σήμερα είναι το πέτρινο γεφύρι της Τέμπλας. «Τέμπλα», εξάλλου, σημαίνει μεγάλος κορμός έλατου, από όπου και το τοπωνύμιο. Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχαν βραχώδεις όχθες, για την υποστύλωση των ξύλινων γεφυριών, οι κάτοικοι εκμεταλλεύονταν τις μεγάλες πέτρες που βρίσκονταν μέσα κι έξω από το ποτάμι. Έτσι, εκεί υπήρχαν ένα και πολλές φορές δύο ενδιάμεσα σημεία στερέωσης των κορμών. Όμως οι λύσεις αυτές αποδεικνύονταν προσωρινές καθώς τα γεφύρια αυτά είτε σαπίζανε είτε τα παρέσερνε η ορμή των νερών και το πρόβλημα επανερχόταν από καιρό εις καιρό. Εκτός αυτού, οι κατασκευές αυτές ήταν πρόχειρες και γι’ αυτό επικίνδυνες, έκαναν την ψυχή του κάθε δυστυχή διαβάτη να τρέμει από το φόβο, μέχρι εκείνος να καταφέρει να βγει σώος απέναντι. Στο συνοικισμό Λιναράκι της Καστανιάς υπήρχε ένα τέτοιο πρόχειρο ξυλογέφυρο, στο οποίο είχανε δώσει, πολύ εύστοχα, το όνομα «Παλιοσκιάχτης» 4. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη αφήγηση που περιγράφει τις προσπάθειες των κατοίκων του χωριού Δολιανά, της σημερινής Στουρνάρας, να στήσουν ένα τέτοιο πρόχειρο γεφύρι, την πάλη τους με το ποτάμι, την αγωνία τους να αποκτήσουν ένα ασφαλές πέρασμα: «Εδώ που χτίστηκαν τα χωριά μας για να ζήσουμε δεν πολεμάμε με τη φτώχεια, την κακοτοπιά, την έλλειψη συγκοινωνίας και τις τόσες άλλες δυσκολίες είμαστε υποχρεωμένοι να πολεμάμε και με τα στοιχεία της φύσης. Σκληρός και επικίνδυνος ο αγώνας. Δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας το ποτάμι, ο Κρικελλοπόταμος. Ένας πόλεμος που άρχισε μ’ αυτόν τον ανυπότακτο εχθρό από τότε που στέριωσαν τα χωριά μας βαστάει ως τα σήμερα. Το καλοκαίρι είναι ήμερος σαν αρνί. Μα σαν πιάσουν τα πρωτοβρόχια αφρίζει και φουσκώνει. Βουνά ολόκληρα κατεβάζει δέντρα ξεριζώνει, ζώα πνίγει, χωράφια καταστρέφει . Ταράζεται ο τόπος απ' τη βουή του. Σε πιάνει φόβος κι από μακριά να τον αντικρίσεις. Μ’ αυτό το ποτάμι που μας κόβει τη συγκοινωνία πολεμάμε. Απερίγραφτες οι δυσκολίες να μεταφερθούν ξύλα, ολόκληρα έλατα να στεριωθεί γεφύρι. Κι όταν αυτό το γεφύρι γινόταν η ζωή του ήταν ως τότε που θα ξαναπλημμύριζε το ποτάμι. Η πρώτη κατεβασιά έπαιρνε το γεφύρι και τα ξύλα οδηγούνταν στον Αχελώο. Αυτό γινόταν με τα γεφύρια που φκιάναμε στα περάσματα Δολιανών - Ρωσκάς και στης Κοντίβας - Κόπραινας. Τα γεφύρια που δεν διέτρεχαν φόβο από το ποτάμι ήταν το Κακογόφυρο στα Δολιανά κι ο Παλιοσκιάρτης πιό κάτω από την Κοντίβα . Ελάχιστοι, μετρημένοι , μπορούσαν να περάσουν απάνω σ' αυτά . Αυτά τα γεφύρια βρίσκονταν σε ύψος 100 μέτρων και παραπάνω από την κοίτη του ποταμού. Κι αν ήταν ανάγκη να περάσεις έπρεπε να πάς να ξομολογηθείς να μεταλάβεις και να είσαι έτοιμος για τον άλλο κόσμο. Ένα παραμικρό λάθος αν έκανες στο πέρασμά σου θα βρισκόσουν αυτοστιγμεί στα νερά στο ποτάμι. Αυτά τα γεφύρια ήταν απρόσιτα σχεδόν για το σύνολο. Από εκείνα που μπορούσαν κάπως ακίνδυνα να περάσουν οι πολλοί ήταν τα πρόχειρα που δεν είχαν ύψος να ζαλιστείς. Μα αυτά πάντα είχαν λίγη ζωή και πάντα όλοι ταλαιπωρούνταν. Το έτος 1920 ένας εμπειροτέχνης ψευτομηχανικός ο Κων. Γιαννακόπουλος από τα Ψιανά πήγε και μελέτησε το μέρος μαζί με τον μακαρίτη Γιάννη Ντουφεκιά ειδικόν σε τέτοια ζητήματα και οι δυο αυτοί έβγαλαν απόφαση πώς σε στενό μέρος, 21 μέτρα, περίπου και σε ύψος 24 μ. από την κοίτη του ποταμού θα μπορούσαν να φκιάσουν καλό γεφύρι, τέτοιο που να περνάν και ζώα.. Για το γεφύρι αυτό στα απομνημομεύματά του ο μακαρίτης Αθ. Βράχας γράφει: «Είχε κατασκευασθεί ξύλινη γέφυρα μεταξύ Στουρνάρας - Ρωσκάς υπό του Κων. Γιαννακόπουλου τη συνδρομή των κατοίκων Στουρνάρας υπό του προεδρεύοντος Νικ. Παπαστάθη και εν μέρει εκ των κατοίκων Ρωσκάς κατά το έτος 1920. Κατόπιν εσάπισαν τα ξύλα και έγινεν ετοιμόρροπος. Τότε επλήρωσεν ο Αθ. Βράχας τον Ιω. Γ. Ντουφεκιά 1.500 δραχ. και εβοήθησε και το χωριό δια την ξυλείαν και εγένετο η γέφυρα διατηρηθείσα με μικράς επισκευάς μέχρι του 1956 οπότε εις καταλληλοτέραν θέσιν διά την διάβασιν των κατοίκων έγινε υπό του εργολάβου Βήχα άλλη γέφυρα εκ τσιμέντου». Η γέφυρα αυτή του 1956 παρασύρθηκε από το ποτάμι το 1978. Από τότε φωνάζουμε και παρακαλούμε να γίνει πάλι το γεφύρι. Οι απαντήσεις είναι αόριστες. Και πάντα για μας δεν υπάρχουν πιστώσεις. Έτσι απελπισμένοι οι κάτοικοι κατέφυγαν πάλι στους πρακτικούς μηχανικούς. Το χωριό τα Δολιανά, ευτυχώς, διαθέτει έναν τέτοιο μηχανικό τον Ανδρέα Χάσκο, απόφοιτο της 4ης Δημοτικού του Πολυτεχνείου Δολιανών. Αυτός έκαμε το σχέδιο τη μελέτη, διάλεξε την τοποθεσία και έγραψε τα υλικά που χρειάζονται . Κι αφού όλα ετοιμάστηκαν και μεταφέρθηκαν τα υλικά άρχισε η εργασία . Η υπόσχεση ήταν πως το γεφύρι σε 15 μέρες θα τελειώσει. Θα περνάν άφοβα άνθρωποι και ζώα και θα είναι αιώνιο. Για τις υποσχέσεις καμία αμφιβολία. Ποιος όμως θα πληρώσει τα έξοδα; Αλλά και εδώ βρέθηκε λύση. Ο Σύλλογος «Καλλιακούδα» πλήρωσε 25.000 δραχ. για την αγορά και τη μεταφορά των υλικών. Άλλα τόσα χρήματα διέθεσε η Νομαρχία Ευρυτανίας. Μηχανικός και χωριανοί εργάστηκαν σκληρά και με κίνδυνο.Το γεφύρι έγινε. Το ύψος από το ποτάμι 24 μ το μήκος 22 μ και το πλάτος 1,50μ. Όλες οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν. Το γεφύρι στηρίζεται απάνω σε τρία συρματόσχοινα που δέθηκαν με σφυχτήρες σε λοστούς ατσαλένιους που μπήχτηκαν βαθειά στους βράχους . Ένα απ' αυτά τα σύρματα είναι δώρο του Δ. Μακρή που το χρησιμοποιούσε για την ίδια δουλειά στο γεφύρι (βίντζι) που είχε κάνει στο μύλο του για να περνάει τα αλέσματα από και προς Ρωσκά.. Πιο ψηλά απ' αυτά άλλα δυό χοντρά συρματόσχοινα κρατούν το γεφύρι και σ' αυτά είναι δεμένη η συρματόσιτα που μπήκε στα πλάγια σαν προφυλακτήρας. Το πάτωμα του γεφυριού είναι όλο από άγρια ξύλα να μη σαπίζει. Κι αυτά τα ξύλα είναι πάλι δεμένα γερά με χοντρό σύρμα.. Με την ικανότητα του Ανδρ. Χάσκου και τη βοήθεια των κατοίκων λύθηκε προσωρινά το ζήτημα. Το ποτάμι νικήθηκε. Ντροπιασμένο περνάει κάτω από το γεφύρι. Και οι εργάτες τρώνε την ψητή γίδα και τραγουδάν για τη νίκη. Μπράβο τους». 5 Μία άλλη εξίσου πειστική διήγηση, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι ταξιδιώτες για τον Προυσό και τις ευφάνταστες λύσεις που επινοούσαν οι ντόπιοι, διαβάζουμε στο περιοδικό «Χωριάτικοι Αντίλαλοι»: «... Κατόπιν κατηφόριζε (ο δρόμος) κι έφθανε στον Κρικελλοπόταμο. Εκεί υπήρχε ξύλινο γεφύρι κι ο δρόμος περνούσε απέναντι. Πολλές φορές έλειπε το γεφύρι, γιατί συχνά πλημμύριζε το ποτάμι και το παρέσερνε. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι Κραναίοι, που είχαν σπίτι απέναντι, έκαναν τους «περάτες» των ταξιδιωτών. Δηλαδή έπαιρναν στην πλάτη τους ταξιδιώτες, που δεν μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι, και τους μετέφεραν απέναντι, φυσικά με πληρωμή. Κατόπιν ο δρόμος ανέβαινε ψηλότερα ...». 6 -- 4. Δ. Π. Καραπιπέρη: «Ξενάγησις στην Ευρυτανία», Σελ. 93 5. Γιάννη Βράχα: Από τα Δολιανά και την Κοντίβα 6. Περιοδικό «Χωριάτικοι αντίλαλοι, τεύχος 33, Άρθρο του κ. Γιάννη Φλώρου «Πληροφορίες για την συγκοινωνία Καρπενησίου – Προυσού»
Στα μεγάλα όμως ποτάμια της Ευρυτανίας, τα οποία στέκονται σα φυσικά εμπόδια ανάμεσα στα χωριά, η κατασκευή κάποιας ξύλινης γέφυρας είναι τις περισσότερες φορές αδύνατη, λόγω του πλάτους του ποταμού. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν βρίσκουμε ξυλογέφυρα σ’ αυτά, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν, όπως την Τέμπλα στον Αχελώο κι ένα άλλο στην συμβολή του Μπεσιώτη με το Μέγδοβα. Αλλά ο κανόνας έλεγε ότι για να αντιμετωπισθεί ουσιαστικά το πρόβλημα , έπρεπε με άλλον τρόπο να ζευχθούν οι όχθες των ποταμών. Έτσι, στην αρχή, εφαρμόστηκαν οι «περαταριές» και τα «καρέλια». Οι περαταριές, ήταν πλωτές κατασκευές δεμένες πάνω σε τεντωμένο σχοινί από τις δύο όχθες, το οποίο χρησιμοποιούσαν σαν μέσο έλξης. Όμως, λόγω του ότι τα ποτάμια στη περιοχή μας δεν είναι πλωτά – με εξαίρεση τον Αχελώο – οι κατασκευές αυτές ήταν ελάχιστες. Εκείνο το μέσο επικοινωνίας που συναντάμε συχνότατα στην Ευρυτανία, είναι το καρέλι, που για να φτάσει όμως στη σημερινή του μορφή πέρασε αρκετά στάδια εξέλιξης. Αν κάποιος λοιπόν, έπρεπε να περάσει ένα ορμητικό ποτάμι, στην ανάγκη έδενε ένα σχοινί στη μέση του και την άλλη του άκρη σ’ ένα δέντρο και ριχνόταν στα νερά. Όταν μετά από πολύ κόπο έφτανε στην απέναντι όχθη, στερέωνε το σχοινί σε κάποιο σημείο, με σκοπό να το ξαναχρησιμοποιήσει για την επιστροφή. Όλη αυτή η διαδικασία με το πέρασμα του καιρού τελειοποιήθηκε. Το σχοινί αυτό παρέμενε τεντωμένο πάνω από το ποτάμι και ο ταξιδιώτης δεν ήταν αναγκασμένος πλέον να μπαίνει μέσα στα νερά , αλλά περνούσε το εμπόδιο κρεμασμένος πάνω. Στη συνέχεια, στο εφεύρημα αυτό προστέθηκε ένα κασόνι μέσα στο οποίο έμπαινε ο άνθρωπος. Αυτό «κυλούσε» πάνω στο τεντωμένο χοντρό σχοινί με τροχαλίες ή καρέλια, όπως ονομάζονται, από όπου πήρε το όνομά της και όλη η κατασκευή. Σήμερα, βρίσκουμε ακόμα στην Ευρυτανία καρέλια σε λειτουργία, στα οποία όμως τα χοντρά σχοινιά, που εύκολα σαπίζουν, έχουν αντικατασταθεί από συρματόσχοινα και τα ανοιχτά ξύλινα κασόνια από στεγασμένα κουβούκλια. Στις όχθες, τα συρματόσχοινα είναι στερεωμένα σε τσιμεντένια υποστυλώματα, ενώ μανιβέλες βοηθούν το κουβούκλιο να προωθείται σχετικά άνετα. Στα παλιά καρέλια υπήρχε πάντα κάποιος ο οποίος ήλεγχε και εκμεταλλευόταν το πέρασμα και λεγόταν «περατάρης». Αυτός συντηρούσε όλη την κατασκευή και βοηθούσε στο τράβηγμα του κασονιού, με το αζημίωτο βέβαια. Καρέλια παλιότερα υπήρχαν στην περιοχή «Τριχιές» του Νέου Αργυρίου, όπου σήμερα βρίσκεται το γεφύρι του Αυλακιού, στον Αγραφιώτη, κάτω από το μοναστήρι της Παναγίας των Στανών και κοντά στον συνοικισμό της Κωσταντίνας, στο Μέγδοβα, δίπλα στην εκβολή του Γαβρενίτη 7, και πιο πάνω, τα καρέλια του Ζαχαρή και του Τσιρώνη από τη Βράχα 8 . Αν και σήμερα τα υλικά με τα οποία είναι φτιαγμένα τα καρέλια είναι αξιόπιστα, αυτό δεν ήταν αυτονόητο παλιότερα. Όπως αναφέραμε, τότε χρησιμοποιούσαν υλικά που φθείρονταν γρηγορότερα και ο αναβάτης σε κάθε κίνηση του καρελιού δε θα ένιωθε και πολύ σίγουρος για τη ζωή του. Τα καρέλια, όπως και τα ξυλογέφυρα, ήταν προσωρινές λύσεις, αναγκαίες αλλά σίγουρα όχι ασφαλείς . -- 7. Σπύρου Μελετζή, «Με τους αντάρτες στα βουνά» 8. Β. Ν. Μαντούζα, «Η Βράχα», Σελ. 53