ΤΑ ΞΥΛΟΓΕΦΥΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΡΕΛΙΑ.

Για τους ντόπιους, η επιβίωση είχε αναχθεί σε καθημερινή περιπέτεια με αβέβαιη έκβαση. Επιβαλλόταν συνεπώς, η εξεύρεση μιας πρακτικής λύσης που θα τερμάτιζε την αγωνία και τον κάματο. Η εύκολη και πιο οικονομική λύση ήταν η κατασκευή μιας πρόχειρης γέφυρας με τον κορμό από κάποιο μεγάλο έλατο. Βρίσκανε λοιπόν, ένα στενό μέρος στο ποτάμι, που να έχει στις όχθες του δύο μεγάλους βράχους αντικριστά, και στεριώνανε τον κορμό από τον ένα βράχο στον άλλο. Επάνω του καρφώνανε κλαδιά σαν κάγκελα, έτσι ώστε να γίνεται ασφαλέστερη η διέλευση.
Αυτό ήταν το ξυλογέφυρο. Τέτοια υποτυπώδη γεφύρια υπήρχαν πολλά και αρκετά κατασκευάζονται και σήμερα ακόμα, σα λύσεις ανάγκης. Το πιο γνωστό ξυλογέφυρο βρισκόταν στον Αχελώο, στο σημείο που σήμερα είναι το πέτρινο γεφύρι της Τέμπλας. «Τέμπλα», εξάλλου, σημαίνει μεγάλος κορμός έλατου, από όπου και το τοπωνύμιο.
Στις περιπτώσεις που δεν υπήρχαν βραχώδεις όχθες, για την υποστύλωση των ξύλινων γεφυριών, οι κάτοικοι εκμεταλλεύονταν τις μεγάλες πέτρες που βρίσκονταν μέσα κι έξω από το ποτάμι. Έτσι, εκεί υπήρχαν ένα και πολλές φορές δύο ενδιάμεσα σημεία στερέωσης των κορμών.
Όμως οι λύσεις αυτές αποδεικνύονταν προσωρινές καθώς τα γεφύρια αυτά είτε σαπίζανε είτε τα παρέσερνε η ορμή των νερών και το πρόβλημα επανερχόταν από καιρό εις καιρό. Εκτός αυτού, οι κατασκευές αυτές ήταν πρόχειρες και γι’ αυτό επικίνδυνες, έκαναν την ψυχή του κάθε δυστυχή διαβάτη να τρέμει από το φόβο, μέχρι εκείνος να καταφέρει να βγει σώος απέναντι. Στο συνοικισμό Λιναράκι της Καστανιάς υπήρχε ένα τέτοιο πρόχειρο ξυλογέφυρο, στο οποίο είχανε δώσει, πολύ εύστοχα, το όνομα «Παλιοσκιάχτης» 4.
Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη αφήγηση που περιγράφει τις προσπάθειες των κατοίκων του χωριού Δολιανά, της σημερινής Στουρνάρας, να στήσουν ένα τέτοιο πρόχειρο γεφύρι, την πάλη τους με το ποτάμι, την αγωνία τους να αποκτήσουν ένα ασφαλές πέρασμα:
«Εδώ που χτίστηκαν τα χωριά μας για να ζήσουμε δεν πολεμάμε με τη φτώχεια, την κακοτοπιά, την έλλειψη συγκοινωνίας και τις τόσες άλλες δυσκολίες είμαστε υποχρεωμένοι να πολεμάμε και με τα στοιχεία της φύσης. Σκληρός και επικίνδυνος ο αγώνας. Δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε. Ο μεγαλύτερος εχθρός μας το ποτάμι, ο Κρικελλοπόταμος. Ένας πόλεμος που άρχισε μ’ αυτόν τον ανυπότακτο εχθρό από τότε που στέριωσαν τα χωριά μας βαστάει ως τα σήμερα. Το καλοκαίρι είναι ήμερος σαν αρνί. Μα σαν πιάσουν τα πρωτοβρόχια αφρίζει και φουσκώνει. Βουνά ολόκληρα κατεβάζει δέντρα ξεριζώνει, ζώα πνίγει, χωράφια καταστρέφει . Ταράζεται ο τόπος απ' τη βουή του. Σε πιάνει φόβος κι από μακριά να τον αντικρίσεις. Μ’ αυτό το ποτάμι που μας κόβει τη συγκοινωνία πολεμάμε. Απερίγραφτες οι δυσκολίες να μεταφερθούν ξύλα, ολόκληρα έλατα να στεριωθεί γεφύρι. Κι όταν αυτό το γεφύρι γινόταν η ζωή του ήταν ως τότε που θα ξαναπλημμύριζε το ποτάμι. Η πρώτη κατεβασιά έπαιρνε το γεφύρι και τα ξύλα οδηγούνταν στον Αχελώο. Αυτό γινόταν με τα γεφύρια που φκιάναμε στα περάσματα Δολιανών - Ρωσκάς και στης Κοντίβας - Κόπραινας. Τα γεφύρια που δεν διέτρεχαν φόβο από το ποτάμι ήταν το Κακογόφυρο στα Δολιανά κι ο Παλιοσκιάρτης πιό κάτω από την Κοντίβα . Ελάχιστοι, μετρημένοι , μπορούσαν να περάσουν απάνω σ' αυτά . Αυτά τα γεφύρια βρίσκονταν σε ύψος 100 μέτρων και παραπάνω από την κοίτη του ποταμού. Κι αν ήταν ανάγκη να περάσεις έπρεπε να πάς να ξομολογηθείς να μεταλάβεις και να είσαι έτοιμος για τον άλλο κόσμο. Ένα παραμικρό λάθος αν έκανες στο πέρασμά σου θα βρισκόσουν αυτοστιγμεί στα νερά στο ποτάμι. Αυτά τα γεφύρια ήταν απρόσιτα σχεδόν για το σύνολο. Από εκείνα που μπορούσαν κάπως ακίνδυνα να περάσουν οι πολλοί ήταν τα πρόχειρα που δεν είχαν ύψος να ζαλιστείς. Μα αυτά πάντα είχαν λίγη ζωή και πάντα όλοι ταλαιπωρούνταν. Το έτος 1920 ένας εμπειροτέχνης ψευτομηχανικός ο Κων. Γιαννακόπουλος από τα Ψιανά πήγε και μελέτησε το μέρος μαζί με τον μακαρίτη Γιάννη Ντουφεκιά ειδικόν σε τέτοια ζητήματα και οι δυο αυτοί έβγαλαν απόφαση πώς σε στενό μέρος, 21 μέτρα, περίπου και σε ύψος 24 μ. από την κοίτη του ποταμού θα μπορούσαν να φκιάσουν καλό γεφύρι, τέτοιο που να περνάν και ζώα.. Για το γεφύρι αυτό στα απομνημομεύματά του ο μακαρίτης Αθ. Βράχας γράφει: «Είχε κατασκευασθεί ξύλινη γέφυρα μεταξύ Στουρνάρας - Ρωσκάς υπό του Κων. Γιαννακόπουλου τη συνδρομή των κατοίκων Στουρνάρας υπό του προεδρεύοντος Νικ. Παπαστάθη και εν μέρει εκ των κατοίκων Ρωσκάς κατά το έτος 1920. Κατόπιν εσάπισαν τα ξύλα και έγινεν ετοιμόρροπος. Τότε επλήρωσεν ο Αθ. Βράχας τον Ιω. Γ. Ντουφεκιά 1.500 δραχ. και εβοήθησε και το χωριό δια την ξυλείαν και εγένετο η γέφυρα διατηρηθείσα με μικράς επισκευάς μέχρι του 1956 οπότε εις καταλληλοτέραν θέσιν διά την διάβασιν των κατοίκων έγινε υπό του εργολάβου Βήχα άλλη γέφυρα εκ τσιμέντου».
Η γέφυρα αυτή του 1956 παρασύρθηκε από το ποτάμι το 1978. Από τότε φωνάζουμε και παρακαλούμε να γίνει πάλι το γεφύρι. Οι απαντήσεις είναι αόριστες. Και πάντα για μας δεν υπάρχουν πιστώσεις. Έτσι απελπισμένοι οι κάτοικοι κατέφυγαν πάλι στους πρακτικούς μηχανικούς. Το χωριό τα Δολιανά, ευτυχώς, διαθέτει έναν τέτοιο μηχανικό τον Ανδρέα Χάσκο, απόφοιτο της 4ης Δημοτικού του Πολυτεχνείου Δολιανών. Αυτός έκαμε το σχέδιο τη μελέτη, διάλεξε την τοποθεσία και έγραψε τα υλικά που χρειάζονται . Κι αφού όλα ετοιμάστηκαν και μεταφέρθηκαν τα υλικά άρχισε η εργασία .
Η υπόσχεση ήταν πως το γεφύρι σε 15 μέρες θα τελειώσει. Θα περνάν άφοβα άνθρωποι και ζώα και θα είναι αιώνιο. Για τις υποσχέσεις καμία αμφιβολία. Ποιος όμως θα πληρώσει τα έξοδα; Αλλά και εδώ βρέθηκε λύση. Ο Σύλλογος «Καλλιακούδα» πλήρωσε 25.000 δραχ. για την αγορά και τη μεταφορά των υλικών. Άλλα τόσα χρήματα διέθεσε η Νομαρχία Ευρυτανίας. Μηχανικός και χωριανοί εργάστηκαν σκληρά και με κίνδυνο.Το γεφύρι έγινε. Το ύψος από το ποτάμι 24 μ το μήκος 22 μ και το πλάτος 1,50μ. Όλες οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν. Το γεφύρι στηρίζεται απάνω σε τρία συρματόσχοινα που δέθηκαν με σφυχτήρες σε λοστούς ατσαλένιους που μπήχτηκαν βαθειά στους βράχους . Ένα απ' αυτά τα σύρματα είναι δώρο του Δ. Μακρή που το χρησιμοποιούσε για την ίδια δουλειά στο γεφύρι (βίντζι) που είχε κάνει στο μύλο του για να περνάει τα αλέσματα από και προς Ρωσκά.. Πιο ψηλά απ' αυτά άλλα δυό χοντρά συρματόσχοινα κρατούν το γεφύρι και σ' αυτά είναι δεμένη η συρματόσιτα που μπήκε στα πλάγια σαν προφυλακτήρας. Το πάτωμα του γεφυριού είναι όλο από άγρια ξύλα να μη σαπίζει. Κι αυτά τα ξύλα είναι πάλι δεμένα γερά με χοντρό σύρμα.. Με την ικανότητα του Ανδρ. Χάσκου και τη βοήθεια των κατοίκων λύθηκε προσωρινά το ζήτημα. Το ποτάμι νικήθηκε. Ντροπιασμένο περνάει κάτω από το γεφύρι. Και οι εργάτες τρώνε την ψητή γίδα και τραγουδάν για τη νίκη. Μπράβο τους». 5
Μία άλλη εξίσου πειστική διήγηση, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι ταξιδιώτες για τον Προυσό και τις ευφάνταστες λύσεις που επινοούσαν οι ντόπιοι, διαβάζουμε στο περιοδικό «Χωριάτικοι Αντίλαλοι»: «... Κατόπιν κατηφόριζε (ο δρόμος) κι έφθανε στον Κρικελλοπόταμο. Εκεί υπήρχε ξύλινο γεφύρι κι ο δρόμος περνούσε απέναντι. Πολλές φορές έλειπε το γεφύρι, γιατί συχνά πλημμύριζε το ποτάμι και το παρέσερνε. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι Κραναίοι, που είχαν σπίτι απέναντι, έκαναν τους «περάτες» των ταξιδιωτών. Δηλαδή έπαιρναν στην πλάτη τους ταξιδιώτες, που δεν μπορούσαν να περάσουν το ποτάμι, και τους μετέφεραν απέναντι, φυσικά με πληρωμή. Κατόπιν ο δρόμος ανέβαινε ψηλότερα ...». 6
--
4. Δ. Π. Καραπιπέρη: «Ξενάγησις στην Ευρυτανία», Σελ. 93
5. Γιάννη Βράχα: Από τα Δολιανά και την Κοντίβα
6. Περιοδικό «Χωριάτικοι αντίλαλοι, τεύχος 33, Άρθρο του κ. Γιάννη Φλώρου
«Πληροφορίες για την συγκοινωνία Καρπενησίου – Προυσού»