ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ.

Από τη στιγμή που ολοκληρώνονταν όλες οι συμφωνίες και τα σχετικά με την χωροθέτηση της νέας κατασκευής, έπρεπε να διευθετηθούν και ένα πλήθος από λεπτομέρειες που, αν δεν προβλέπονταν εγκαίρως, θα προκαλούνταν μεγάλες καθυστερήσεις στο έργο. Έτσι, γινόταν η επιλογή του νταμαριού για την εξόρυξη της πέτρας και η προετοιμασία και συλλογή των υλικών της συνδετικής ύλης. Άλλες εργασίες που έπρεπε να προγραμματισθούν, ήταν η κοπή και η μεταφορά της ξυλείας για τα στηρίγματα και το καλούπι, η εύρεση καταλυμάτων για το προσωπικό, η προμήθεια ζωοτροφών για τα υποζύγια κλπ.
Η σημαντικότερη όμως απ’ αυτές τις δουλειές ήταν η προετοιμασία των υλικών της συνδετικής ύλης , δηλαδή της λάσπης , με την οποία θα «δένανε» τις πέτρες. 19
Προφορικές πληροφορίες από παλιούς μαστόρους μας αποκαλύπτουν τα υλικά που χρησιμοποιούσαν. Τα βασικά ήταν ο ασβέστης, η άργιλος και η άμμος, ενώ σαν ενισχυτικά για την σκληρότητα του υλικού ήταν το σανό, το μαλλί από τα πρόβατα και τα αυγά.
Σε μας που έχουμε συνηθίσει στη γενικευμένη χρήση του τσιμέντου, όλα αυτά τα υλικά φαίνονται περίεργα και ίσως πρωτόγονα. Όμως, τότε που δεν υπήρχαν οι σημερινές ευκολίες, ο μάστορας έπρεπε να εκμεταλλευθεί τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες κάθε υλικού που έβρισκε γύρω του. Κι αυτό έκανε. Και με μεγάλη επιδεξιότητα και φαντασία μάλιστα..
Ο ασβέστης ήταν η βάση των υλικών αυτών. Η παραγωγή του ήταν σχετικά απλή κι αυτό διότι, κατά κύριο λόγο, τα πετρώματα της περιοχής μας είναι ασβεστολιθικά. Βγάζανε, λοιπόν, τον ασβεστόλιθο από το νταμάρι και τον «καίγανε» σε καμίνι μέχρι να γίνει ασβεστόπετρα (ασβέστης). Μετά, σε ένα μεγάλο λάκκο τον «σβήνανε» με νερό και πλέον ο ασβεστοπολτός ήταν έτοιμος για χρήση.
Η άργιλος ή «γλινόχωμα», όπως είναι πιο γνωστή στα χωριά, υπάρχει αυτούσια σε όλα τα ποτάμια, στα σημεία που το νερό λιμνάζει κι έτσι, η λήψη της δεν παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσκολίες. Η άργιλος έπειτα ανακατευόταν σταδιακά με τον ασβέστη και την άμμο και μ’ αυτά τα υλικά δημιουργούταν η συγκολλητική ύλη. Για να γίνει όμως το μείγμα ακόμα πιό ανθεκτικό, ανακατεύανε μέσα στη λάσπη σανό ή μαλλί από πρόβατα. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τον οπλισμό του μείγματος, μία μέθοδος που και σήμερα εφαρμόζεται, κυρίως στα επιχρίσματα με πλαστικές ή μεταλλικές ίνες. Ο κρόκος του αυγού επίσης, είναι γνωστό ότι έχει συγκολλητικές ιδιότητες, τις οποίες κυρίως οι ζωγράφοι χρησιμοποιούν για τη στερέωση των χρωμάτων τους. Όπου υπήρχε λοιπόν η δυνατότητα, οι χωριανοί προμηθεύανε τους μαστόρους με ικανή ποσότητα αυγών, τα οποία προσθέτανε στη λάσπη.
Σε όλα τα γεφύρια της Ευρυτανίας έχουν χρησιμοποιηθεί αυτά τα υλικά. Σε ορισμένα, έχουν προστεθεί σπασμένα κομματάκια από κεραμίδια, πιθανόν αντί για άργιλο. Σε πεσμένα γεφύρια, που φαίνεται το εσωτερικό της λιθοδομής, αν προσέξουμε την συνδετική ύλη, θα δούμε μέσα της τα άχυρα ή τα μαλλιά των προβάτων .Τα υλικά αυτά από μόνα τους, αλλά περισσότερο όταν αναμειγνύονται όλα μαζί, δίνουν μακροχρόνια αποτελέσματα. Ο ασβέστης σκληραίνει με το πέρασμα του χρόνου, ενώ όταν έρχεται σε επαφή με τον αέρα, γίνεται χημική ένωση που τον επαναφέρει στην πρώτη του μορφή, τον ασβεστόλιθο. Για να καταλάβουμε την διαφορά με το τσιμέντο, αρκεί να αναφέρουμε ότι η διάρκεια ζωής του τσιμέντου εκτιμάται ότι είναι περίπου διακόσια χρόνια. Μετά αποσαθρώνεται πλήρως.
Η άργιλος πάλι έχει την ιδιότητα να αδιαβροχοποιεί το μείγμα με αποτέλεσμα αυτό να μην παρασύρεται και να μην χάνεται από τα νερά της βροχής. Έχει παρατηρηθεί, ότι σε ορισμένα γεφύρια, όπως στο γεφύρι του Μπαλτά στα Διπόταμα, όπου μάλλον δε χρησιμοποιήθηκε άργιλος στο μείγμα, κάτω από την καμάρα σχηματίζονται μικροί σταλακτίτες ανθρακικού ασβεστίου. Αυτό συμβαίνει διότι το νερό διαβρώνει τον ασβέστη, που δεν προστατεύεται από την άργιλο και τον παρασύρει. Παρατηρείται, δηλαδή, η ίδια διαδικασία σχηματισμού σταλακτιτών με τα σπήλαια, μόνο που η απομάκρυνση του ασβέστη στα γεφύρια αδυνατίζει την κατασκευή και δημιουργεί προβλήματα σταθερότητας.
Το σημείο όμως, που παραμένει ακόμα και σήμερα αδιευκρίνιστο είναι αν ο πρωτομάστορας σχεδίαζε κιόλας ο ίδιος το γεφύρι που θα έχτιζε ή αν η δουλειά προχωρούσε από μόνη της, εμπειρικά δηλαδή, και τα όποια προβλήματα που προκύπτανε, τα αντιμετώπιζε ομαδικά το μαστόρικο μπουλούκι. Πουθενά δεν γίνεται αναφορά σε σχέδια και πουθενά δεν έχουν βρεθεί τέτοια.20 Ίσως, και επειδή οι μαστόροι κουβαλούσαν μόνο εμπειρική γνώση και ένστικτο, δεν μπορούσαν να φτιάξουν και να επεξεργαστούν σχέδια .
Τα μοναδικά γεφύρια που, κατά μία μαρτυρία 21, έχουν βασιστεί σε αρχιτεκτονικά σχέδια, είναι τα πιο σύγχρονα, της Τέμπλας και του Αυλακιού. Τα γεφύρια αυτά κατασκευάστηκαν το 1908, το Ελληνικό κράτος έκανε την εποχή εκείνη τα πρώτα του δειλά οργανωμένα αναπτυξιακά του βήματα, υπήρξε ενδεχομένως τότε η ανάγκη αποτύπωσης των εργασιών, που θα γίνονταν, στο χαρτί. Κατά την ίδια μαρτυρία, τα σχέδια φυλάσσονται στο Μεσολόγγι, που ήταν η πρωτεύουσα της περιοχής την εποχή εκείνη. Αν και έγινε, όμως, κατά την διάρκεια της εκπόνησης αυτής της μελέτης, προσπάθεια να βρεθούν αυτά τα αρχεία, έληξε άδοξα εξαιτίας της αδιαφορίας των αρμόδιων αρχειοφυλάκων.
--
19. Στην Ήπειρο και την Μακεδονία η συνδετική ύλη που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή των γεφυριών λεγόταν «κουρασάνι». Στην Ευρυτανία τη λέγανε απλά «λάσπη»
20. Μόνο ο πρωτομάστορας Νικήτας είχε σχέδια για το γεφύρι του, στο υπέροχο μυθιστόρημα του Άρη Φακίνου «Το όνειρο του πρωτομάστορα Νικήτα», από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
21. Αναφορά στα σχέδια των γεφυριών της Τέμπλας και του Αυλακιού, έγινε από τον κ. Φάνη Ζαχαράκη, σε συζήτηση που είχαμε, στο χωριό του Νέο Αργύρι