Η ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ.

Όπως είπαμε και στο κεφάλαιο για τα ξυλογέφυρα, οι περιοχές που επιλέγονταν για τη θεμελίωση των γεφυριών, ήταν τα στενότερα περάσματα των ποταμών, που τα δημιουργούσαν δύο αντικριστοί βράχοι. Ο λόγος ήταν προφανής. Το τόξο του γεφυριού θα είχε μικρότερη διάμετρο αφ’ ενός και αφ’ ετέρου ο βράχος θα λειτουργούσε σαν το καταλληλότερο και στερεότερο θεμέλιο. Αποφεύγονταν θέσεις με μεγάλο άνοιγμα, διότι η θεμελίωση τότε έπρεπε να γίνει αναγκαστικά με πολλά τόξα. Με τον τρόπο αυτό, τα ενδιάμεσα πόδια του γεφυριού θα ακούμπαγαν μέσα στην κοίτη του ποταμού αλλά σ’ αυτή την περίπτωση προέκυπταν αρκετά προβλήματα , όπως ότι για να βρεθεί στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσουν οι βάσεις, έπρεπε να σκαφτούν και στη συνέχεια να απομακρυνθούν μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών. Επίσης, όταν ένα πόδι γεφυριού εδράζεται μέσα στην κοίτη του ποταμού, η δύναμη της ροής των νερών καταπονεί την κατασκευή και την αποσταθεροποιεί. Τα προβλήματα μεγαλώνουν, όταν ο όγκος του νερού μετά από μεγάλες βροχοπτώσεις αυξάνει και οι πιέσεις που ασκούνται πάνω στις βάσεις του γεφυριού γίνονται μεγαλύτερες από αυτές που είχε προβλέψει ο κατασκευαστής του. Στις περιπτώσεις αυτές, πέρα από την πίεση του νερού, η ροή δημιουργεί και στροβιλισμούς ακριβώς από την πίσω μεριά της βάσης κι έτσι αυτή υποσκάπτεται. Τα ίδια προβλήματα, για παράδειγμα, παρουσίαζε το ιστορικό γεφύρι της Άρτας, που είναι θεμελιωμένο εξ ολοκλήρου μέσα στη κοίτη του Άραχθου και τα οποία η λαϊκή μούσα απέδιδε στην κακοδαιμονία του πρωτομάστορα .
Παρατηρώντας σήμερα τις τοποθεσίες που επέλεγαν οι μάστοροι παλιά για να στήσουν τα γεφύρια, βλέπουμε ότι σε δύο μόνο περιπτώσεις στον τόπο μας παρέβησαν τον κανόνα του στενού περάσματος. Το γεφύρι στις Νεράτες του Γαβρενίτη και το γεφύρι του Ξερολύκου στον Καρπενησιώτη είναι τα μόνα που ήταν πολύτοξα και είχαν θεμελιωθεί μέσα στις κοίτες των ποταμών. Όλα τα άλλα βρίσκονται σφηνωμένα ανάμεσα σ’ απόκρημνα βράχια, κατασκευές εντυπωσιακές και μεγαλειώδεις, με μεγάλο ύψος στο κέντρο τους, διατηρημένες με αξιοθαύμαστη αξιοπρέπεια στο χρόνο, χωρίς τραυματικές φθορές.
Σε γεωτεχνικές μελέτες που έχουν δημοσιευθεί, αναφέρονται τα προβλήματα που παρουσιάζουν τα μνημεία της ευρύτερης περιοχής της Πίνδου, από τον τρόπο της θεμελίωσής τους: «... η περιοχή παρουσιάζει έντονη τεκτονική καταπόνηση. Ρήγματα και μεγάλες διακλάσεις διατρέχουν τα πρανή, στις θέσεις των γεφυριών, αποδυναμώνοντας ενδεχόμενα με την πάροδο του χρόνου, την ευστάθεια των γεφυριών. Η διαφορετική κατάσταση της βραχομάζας στα δύο πρανή, σε συνδυασμό με τις συνθήκες θεμελίωσης σε κάθε πρανές, προκάλεσε κατά θέσεις, έντονη χαλάρωση της λιθοδομής.... Από την προηγούμενη περιγραφή, γίνεται αντιληπτό ότι η γεωτεχνική έρευνα των Μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου μπορεί να δώσει πληροφορίες απαραίτητες για την ορθή προστασία των.
Η γεωτεχνική προσέγγιση αφορά τόσο τον προσδιορισμό του βαθμού αποσάθρωσης και των φυσικών χαρακτηριστικών των υλικών κατασκευής όσο και τη γεωτεχνική μελέτη του περιβάλλοντος χώρου. Βέβαια στην περίπτωση των Μνημείων, η γεωτεχνική έρευνα δεν προηγείται αλλά έπεται, μετά από πολλούς αιώνες, της κατασκευής του τεχνικού έργου, γεγονός που διαφοροποιεί τη φιλοσοφία της μελέτης έναντι ενός σύγχρονου έργου. Εντούτοις ανεξάρτητα από ενδεχόμενα αρχικά γεωτεχνικά προβλήματα (π.χ. Πύργος Πίζας), η γεωδυναμική εξέλιξη στο χρόνο, δημιουργεί νέες συνθήκες αστάθειας , είτε άμεσα του Μνημείου είτε έμμεσα του περιβάλλοντος χώρου που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Μνημεία κτισμένα πάνω σε μεγάλους βράχους, όπως το κάστρο του San Marino και η Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυξημένης επικινδυνότητας προερχόμενης από την ποιότητα της βραχομάζας». 18
Βλέπουμε λοιπόν, πόσο σημαντική ήταν η επιλογή του χώρου και του τρόπου θεμελίωσης ενός γεφυριού. Σήμερα, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, γίνονται προσπάθειες να διορθωθούν τυχόν ατέλειες ή φθορές που εντοπίζονται σε διάφορες παρόμοιες θεμελιώσεις, όπως συμβαίνει με τη διαμόρφωση της κοίτης του Άραχθου κάτω από το γεφύρι της Άρτας.
--
18. Από το Επιστημονικό περιοδικό «Γεωτεχνικά επιστημονικά θέματα», Άρθρο του κ. Βασίλη Χρηστάρα, «Η τεχνική Γεωλογία στην προστασία των Μνημείων», Σελ. 7