ΤΟ ΠΕΣΜΕΝΟ ΓΕΦΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΡΙΤΣΑΣ.


Το γεφύρι αυτό βρισκόταν χτισμένο πάνω από τον Καρπενησιώτη κοντά στο «Σπίτι του ποταμού». Σήμερα το μοναδικό κομμάτι του που σώζεται, είναι η ανατολική του βάση, από την οποία καταλαβαίνουμε ότι οι διαστάσεις του ήταν αρκετά μεγάλες. Επίσης, εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε από κοντά το εσωτερικό της λιθοδομής ενός γεφυριού και τη συνδετική ύλη που χρησιμοποιούσαν.
Άξιο παρατήρησης είναι και το γεγονός ότι υπήρχαν κάθετα και οριζόντια ξύλινα δοκάρια, που διέτρεχαν σε όλο το μήκος το εσωτερικό του γεφυριού σαν ξυλοδεσιές, όπως φαίνεται από τα εκμαγεία που άφησαν τα δοκάρια όταν σάπισαν. Το γεφύρι πρέπει να είχε μήκος πάνω από πενήντα μέτρα και μάλλον ήταν μονότοξο.
«Για να χτιστεί το γεφύρι, έδωσε λεφτά κάποιος Αναγνώστου από την Καρίτσα. Αυτός είχε πάει στη Πόλη και δούλευε. Μια μέρα άκουσε για ένα καραβάνι με γκαμήλες που θα μετέφερε χρυσό. Με κάποιους ακόμα Ρωμιούς στήσανε καρτέρι και κλέψανε τα φορτώματα τα γρόσια, αφού σκοτώσανε τους αραπάδες. Ήταν όμως τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να τα μεταφέρουνε κι έτσι σκάψανε και κρύψανε τα μισά επί τόπου. Τα υπόλοιπα τα πήρανε. Ο Αναγνώστου με το μερτικό του ήρθε στο χωριό και ρώταγε τους χωριανούς του τι χρειάζονται να τους φτιάξει για να τον θυμούνται. Αυτοί του είπαν να φτιάξει το γεφύρι. Έτσι κι έγινε». 11
«Κάποιο 15αύγουστο περί το 1850 στο πανηγύρι της Παναγίας που γινόταν τα χρόνια εκείνα στο ομώνυμο εκκλησάκι κοντά στο γεφύρι, ένας γέροντας εξετάζοντας την πλάτη ενός σφαχτού: «Σήμερα θα γίνει μεγάλη κατεβασιά , θα πνιγούν άνθρωποι και ζωντανά και το ποτάμι θα κόψει το γεφύρι».
Όλοι οι παρευρισκόμενοι, νομίζοντας πως ο γέροντας ήπιε κάτι παραπάνω, γιατί η Αυγουστιάτικη μέρα ήταν από τις πιό ζεστές και το γεφύρι φάνταζε στα μάτια τους άτρωτο. Ο γέρος όμως μάζεψε τα τσανάκια του και ανέβηκε στο καλύβι του Τσώνου, πιο ψηλά και έπεσε για ύπνο. Σε λίγο άρχισε να μπουμπουνίζει και να πέφτουν οι πρώτες στάλες. Σε κάμποση ώρα η βροχή ήταν τρομακτική. Άρχισε να φυσάει ένας φοβερός αέρας μέσα στο ποτάμι που διέλυσε το πανηγύρι. Η κατεβασιά του Καρπενησιώτη ήταν από τις πιό μεγάλες που θυμήθηκαν οι γεροντότεροι. Το γεφύρι στην αρχή άντεχε αλλά μετά από λίγο με ένα τρομερό θόρυβο γκρεμίστηκε και πάει». 12
Οι προφορικές αυτές πληροφορίες πρέπει να θεωρηθούν σωστές, διότι διασταυρώνονται κι από άλλες πηγές:
«Πολλά χρόνια πριν από το 1900 κάποιο καλοκαίρι ο Καρπενησιώτης ποταμός πλημμύρισε τόσο πολύ, που κυριολεκτικά σάρωσε την πέτρινη γέφυρα της Καρύτσας. Καθώς έλεγαν, δεν ήταν μιά συνηθισμένη πλημμύρα - ήταν θεομηνία. Μαζί με τη γέφυρα παρέσυρε και το νερόμυλο και την υδροτριβή (μαντάνια κλπ.) του Χρήστου Γαλάνη. Αυτά ήσαν στη δεξιά όχθη, βορειότερα από τη γέφυρα. Μάρτυρες της καταστροφής είναι το «κεφαλοκάμαρο», που φαίνεται απέναντι από το σημερινό δρόμο και τα ερείπια του νερόμυλου. Το μύλο ξανάφτιαξε ο μακαρίτης Κωνστ. Χρ. Παναγιωτόπουλος (Πασαένας) και τον διατήρησε επί πολλά χρόνια. Κατόπι τον επισκεύασε ο μακαρίτης Δημ. Τζαβέλης (Μπάρμπα - Λύγκος). Εκεί είχε εγκαταστήσει το φυσερό, το αμόνι, και τα λοιπά σύνεργά του, γιατί ήταν και επιδιορθωτής όπλων. Μετά την καταστροφή της γέφυρας, η συγκοινωνία διακόπηκε. Πρώτα - πρώτα οι Καρυτσιώτες είχαν καθημερινά ανάγκη να επικοινωνήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο, αλλά και μεταξύ τους (να πάνε στην εκκλησία, στο σχολείο, στα κτήματά τους). Η διάβαση του ποταμού πολύ δύσκολη, και κατά τον χειμώνα αδύνατη. Στενεύει η κοίτη του σαν αυλάκι. Αναγκάστηκαν να στήσουν ξύλινο γεφύρι. Η καθημερινή ανάγκη και η πείρα έκαναν μερικούς χωριανούς, τολμηρούς και επιδέξιους, καλούς γεφυροποιούς. Κατασκεύαζαν γεφύρι τόσο στέρεο, που περνούσαν επάνω όχι μόνο άνθρωποι πεζοί, αλλά και ζώα φορτωμένα, ακόμα και το χειμώνα, ας ήταν και κατεβασμένο το ποτάμι. Θυμάμαι τον τρόπο της κατασκευής. Διάλεγαν σε δύο αντικρυνά σημεία στις όχθες που το έδαφος ήταν πιό στέρεο. Εκεί έχτιζαν τις βάσεις. Προδοσιές τις έλεγαν. Επάνω σ' αυτές άπλωναν 5 - 6 μακριά πάτερα και τα πλάκωναν στερεά. Επάνω έστρωναν κάθετα χοντρά σανίδια, πολύ κοντά το ένα στ' άλλο και τα κάρφωναν με χοντρά καρφιά. Στις άκρες, δεξιά κι αριστερά, έστηναν και κάρφωναν κάγκελα. Όλοι οι χωριανοί, άντρες και γυναίκες, όσοι δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος στην κατασκευή, βοηθούσαν κουβαλώντας τα υλικά που χρειάζονταν. Κι η δουλειά γινόταν με τόση όρεξη, που άκουε κανείς περαστικός τραγούδια και αστεία . Τέλος το γεφύρι ήταν έτοιμο και περνούσαν όλοι με χαρά. Ακόμα και οι ξένοι το χρησιμοποιούσαν για κάμποσα χρόνια , για να πάνε προς τον Προυσό ή προς το Καρπενήσι, γιατί ο δρόμος από τη δεξιά μεριά δεν αποπερατώθηκε αμέσως. Είχαν όμως οι Καρυτσιώτες εχθρό αδυσώπητο τις πλημμύρες, που κάποτε γίνονταν σε ανύποπτο χρόνο. Καθώς μας έλεγε ο παππούς, μια χρονιά, μεγάλη πλημμύρα παρέσυρε το γεφύρι που είχαν στήσει οι χωριανοί με τόσους κόπους πριν από δέκα ημέρες. Άρχισαν τότε πάλι από την αρχή κι έκαναν καινούργιο». 13
--
11. Από διήγηση του κ. Νίκου Τζαβέλη από την Καρίτσα, την άνοιξη του ΄86 στο «Σπίτι του ποταμού»
12. Ομοίως
13. Περιοδικό «Χωριάτικοι Αντίλαλοι», Τεύχος 33, Άρθρο του κ. Γιάννη Φλώρου «Πληροφορίες για την συγκοινωνία Καρπενησίου - Προυσού (μέσω Καρύτσας - Καρπενησίου)», 2. Καταστροφή της γέφυρας από πλημμύρα . Σελ. 6

Στοιχεία γεφυριού :
Πλάτος: 2,20 , κατεύθυνση: Β-Ν , υψόμετρο: 540 , γεωγραφικό ύψος: 38ο48'12.77''Ν , γεωγραφικό πλάτος: 21ο43'10.80''Ε .