ΤΟ ΣΧΗΜΑ.

Το σχήμα που θα έπαιρνε το γεφύρι ήταν δουλειά του πρωτομάστορα και εξαρτιόταν από την μορφολογία του εδάφους, καθώς και από την απόσταση που είχαν οι όχθες μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούσε να μοιάζει με κάποιο άλλο γεφύρι, καθένα ήταν έργο μοναδικό και ανεπανάληπτο, τη στιγμή που το σχήμα του καθοριζόταν από παράγοντες που προέκυπταν κάθε φορά .
Αν θέλουμε να κατατάξουμε τα γεφύρια σε κατηγορίες ανάλογα με το σχήμα τους, θα διαπιστώναμε ότι, σε γενικές γραμμές, αυτές είναι δύο. Στην πρώτη, τα γεφύρια είναι μικρά κι έχουν οριζόντια ράχη και στη δεύτερη, ανήκουν τα μεγάλων διαστάσεων γεφύρια με την κυρτή ράχη.
«Κρίνοντας», όσο μπορούμε σήμερα τη δουλειά του τεχνίτη των γεφυριών, μπορούμε να κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις. Το ιδανικό σχήμα, που λογικά πρέπει να έχει ένα γεφύρι, είναι σίγουρα αυτό με την επίπεδη ράχη, έτσι που να είναι ξεκούραστο και ασφαλές στη διέλευσή του.
Όμως, όταν οι δύο προσβάσεις προς το γεφύρι ήταν χαμηλά, δηλαδή τα μονοπάτια περνούσαν λίγο πάνω από το επίπεδο του νερού και το άνοιγμα που έτρεπε να γεφυρωθεί ήταν μεγάλο, τότε αναγκαστικά το τόξο θα σχηματιζόταν πάνω από το επίπεδο των προσβάσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, η ράχη του γεφυριού αναγκαστικά ακολουθούσε την πορεία του τόξου. Θα ήταν βέβαια, απίθανο εκεί το ζητούμενο, να είναι, πάση θυσία, η επίπεδη ράχη, διότι θα έπρεπε να προστεθεί στην κατασκευή ένας τεράστιος όγκος υλικών. Το αποτέλεσμα θα ήταν ογκώδες και παράταιρα ακαλαίσθητο. Η λογική όμως, πρόσταζε να αφαιρεθεί κάθε τι το περιττό, έτσι που η καμάρα να έχει όσο το δυνατόν λιγότερο βάρος. Αυτό λοιπόν, έκανε πράξη ο τεχνίτης και γι’ αυτό συναντούμε σήμερα γεφύρια με κυρτή ράχη. Τα γεφύρια αυτά είναι και τα πιο όμορφα..

Α. Το Τόξο.
Επειδή η πρώτη ύλη στην κατασκευή των γεφυριών ήταν η πέτρα, αναγκαστικά η καμάρα θα είχε σχήμα τοξοειδές, γιατί αυτό είναι το μόνο γεωμετρικό σχήμα που μπορεί να σχηματίσει μία συγκλίνουσα λιθοδομή. Το στοιχείο που μπορεί να αλλάξει κατά περίπτωση είναι το σχήμα του τόξου, και αυτό για να καλύψει καθαρά αρχιτεκτονικές ανάγκες. Έτσι, για παράδειγμα, βρίσκουμε τόξα απολύτως ημικυκλικά, όπως στο γεφύρι των Βραγγιανών, ελλειπτικά, στα γεφύρια του Καλόγερου και του Άι Γιώργη, και οξυκόρυφα, όπως στο γεφύρι της Τατάρνας. Άλλα, πάλι, έχουν για καμάρα ένα τόξο λίγων μόνο μοιρών, όπως το γεφύρι της Ρωσκάς.
Εκτός από το σχήμα, το στοιχείο που επίσης διαφοροποιείται κατά περίπτωση, είναι και το ύψος από το οποίο αρχίζει να διαμορφώνεται το τόξο. Βλέπουμε ότι σε άλλα γεφύρια ξεκινάει από την βάση, ενώ σε άλλα εδράζεται πάνω σε «πόδια». Και στην περίπτωση όμως αυτή βρίσκουμε αρκετές διαφορές από γεφύρι σε γεφύρι. Άλλα έχουν ένα πόδι και από την άλλη πλευρά το τόξο ακουμπάει στα πρανή. Σε άλλα, διαφέρει το ύψος των ποδιών και σε άλλα το τόξο έχει διαφορετικά επίπεδα εκκίνησης. Όλες αυτές οι ιδιομορφίες των γεφυριών σχετίζονται με τις εδαφικές συνθήκες της κάθε περιοχής, στις οποίες αναγκαστικά υποτασσόταν και προσαρμοζόταν ο τεχνίτης, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να τις εκμεταλλευτεί..
Η κατασκευή ενός επί πλέον τόξου πάνω στο κύριο, με μικρότερες πέτρες αυτή τη φορά. αποτελεί μια ακόμα ιδιαιτερότητα που συναντάμε από περιοχή σε περιοχή. Το τόξο αυτό συνέβαλε στην επιπλέον σταθερότητα του οικοδομήματος και χτιζόταν έτσι ώστε να προεξέχει λίγο από το σώμα του γεφυριού, τονίζοντας με τον τρόπο αυτό την λυγεράδα του.
Σαν υλικό για την κατασκευή του τόξου προτιμούνταν οι πλάκες από σχιστόλιθο. Αυτές διαμορφώνονταν έτσι που να έχουν τραπεζοειδές σχήμα και χτίζονταν η μία δίπλα στην άλλη, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται ένα ισόπαχο τόξο. Στις περιπτώσεις που η περιοχή δεν είχε κατάλληλες πλάκες, τότε πελέκαγαν πέτρες εξ ολοκλήρου με το σφυρί και το καλέμι, όπως έγινε στο γεφύρι του Μανώλη.
Το χτίσιμο άρχιζε και από τις δύο πλευρές του τόξου ταυτόχρονα, για να ασκούνται οι πιέσεις πάνω στα καλούπια ισομερώς, ενώ δινόταν ιδιαίτερη προσοχή ώστε να τοποθετείται ανάμεσα στις πέτρες όσο το δυνατόν λιγότερη συνδετική ύλη. Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο, έπρεπε τα καμαρολίθια να είναι πολύ καλά πελεκημένα. Η εργασία αυτή ήταν ιδιαίτερα επίπονη, χρειαζόταν προσοχή και τόση σχολαστικότητα ώστε ακόμα και οι έτοιμες πέτρες είχαν από τα πριν αριθμηθεί, για να τοποθετείται η κάθε μία τη θέση της, με απόλυτη ακρίβεια .
Σε ορισμένες περιπτώσεις, για να αποφευχθούν στρεβλώσεις ή ανεπιθύμητα διαμήκη ανοίγματα του τόξου, συνδέανε τις δύο του πλευρές με σιδερένιες λάμες που εξείχαν κι εκεί βάζανε σφήνες, έτσι ώστε να αγκυρώνεται η λάμα πάνω στην τοιχοποιία. Αυτά ονομάζονταν τζανέτια ή τζινέτια .

Β. Το κλειδί.
Τα δύο τμήματα του τόξου, με την πρόοδο των εργασιών, έρχονταν να συναντήσουν το ένα το άλλο. Στο σημείο εκείνο, έπρεπε να τοποθετηθεί το «κλειδί», δηλαδή μία σφηνοειδής πέτρα, τις περισσότερες φορές αισθητά μεγαλύτερη και προεξέχουσα από τις υπόλοιπες πέτρες του τόξου. Η πέτρα αυτή, που έπρεπε να είναι από τελείως ομοιογενές υλικό, ήταν, ει δυνατόν, η καλύτερη πέτρα του εργοταξίου, η οποία θα «κλείδωνε» τα δύο τμήματα του τόξου. Η τοποθέτηση του κλειδιού στη θέση του ήταν αποκλειστικά έργο του πρωτομάστορα. Αυτός θα έλεγχε να είναι τέλειο και θα αναλάμβανε την ευθύνη να το τοποθετήσει στη θέση του. Η εργασία αυτή ήταν η πιο σοβαρή και η πιο επικίνδυνη. Μόλις το κλειδί εφάρμοζε στη θέση του, οι τεράστιες δυνάμεις που ανέπτυσσαν με το βάρος τους τα δύο τμήματα του τόξου συγκλίνανε και πλέον μεταφέρονταν προς τα έξω. Η σταθερότητα του γεφυριού τότε δοκιμαζόταν στην πράξη. Εάν η δουλειά είχε γίνει όπως έπρεπε, εκείνη την ώρα το τόξο κλείδωνε και πλέον είχε τελειώσει το κυρίως τμήμα της όλης προσπάθειας.
Πολλές είναι οι ιστορίες που διηγούνται τις κρίσιμες αυτές στιγμές. Στην πρώτη απόπειρα, για παράδειγμα, που έγινε να χτιστεί το γεφύρι του Μπαλτά στα Διπόταμα, μόλις ο πρωτομάστορας, ονόματι Κολοκύθας, έβαλε το κλειδί στη θέση του, το ημιτελές γεφύρι κατέρρευσε και παρέσυρε στο θάνατο τον Τζουμερκιώτη πρωτομάστορα και έναν εκ των βοηθών του, ονόματι Τσάτσο, από το διπλανό χωριό Δερμάτι.

Γ. Το γέμισμα.
Με το τελείωμα της κατασκευής του τόξου, κι αφού έμπαινε και το κλειδί στη θέση του, άρχιζε το «γέμισμα» του γεφυριού, η επιδομή. Ποια ακριβώς ήταν η εργασία αυτή, αναφέρουν στις διηγήσεις τους πολλοί παλιοί μαστόροι.
Το γέμισμα ήταν στην ουσία η κατασκευή ενός τοίχου, που πάταγε πάνω στο ήδη τελειωμένο τόξο κι ακούμπαγε στα πρανή της όχθης. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργούνταν οι δύο προσβάσεις του γεφυριού, οι οποίες είχαν ύψος και σχήμα τέτοιο που αποφάσιζε ο πρωτομάστορας. Σύμφωνα δε με μελέτες συγχρόνων γεφυροποιών 22 το γέμισμα, εκτός της πρόσβασης «συνιστούσε αναπόδραστη στατική αναγκαιότητα», δηλαδή βοηθούσε και στην ισορροπία των δυνάμεων που αναπτύσσονταν από το βάρος των υλικών και ολοκλήρωνε την στατική του επάρκεια. Όπως στην κατασκευή του τόξου, έτσι κι εδώ, το χτίσιμο γινόταν ταυτοχρόνως και από τις δύο μεριές, για λόγους ισορροπίας, κι όταν έφτανε στο επιθυμητό ύψος, εκεί κατασκευαζόταν το καλντερίμι του γεφυριού.
Για να στερεώσουν τις σκαλωσιές και να γίνεται εύκολα και ακίνδυνα η εργασία, προσαρμόζανε τα καδρόνια πάνω στην τοιχοποιία.. Όταν τέλειωνε η δουλειά και βγάζανε τα ξύλα, έμεναν στις πλευρές του γεφυριού οι τρύπες, οι σκαλότρυπες όπως λέγονται, που φαίνονται ακόμα και σήμερα σε πολλά γεφύρια .
Τα υλικά που χρησιμοποιούνταν στο γέμισμα ήταν τα ίδια με του τόξου. Εδώ όμως δεν χρειαζόταν οι πέτρες να είναι πολύ καλά δουλεμένες, διότι η κατασκευή αυτή δεν ήταν «φέρουσα», αλλά ένας τοίχος «πληρώσεως». Έτσι, στα περισσότερα γεφύρια της Ευρυτανίας, για το γέμισμα έχουν χρησιμοποιηθεί ακανόνιστες πέτρες που πολλές φορές έχουν χτιστεί χωρίς συνδετική ύλη, δηλαδή «ξερολιθιά». Υπάρχουν όμως γεφύρια που οι πέτρες του γεμίσματός τους είναι πολύ καλά δουλεμένες και έχουν εξαγωνικό κυρίως σχήμα, όπως συμβαίνει, στα γεφύρια της Τέμπλας και του Αυλακιού.
--
22. Εισήγηση Αρίσταρχου Σπ. Οικονόμου (Καθηγ. Πανεπιστημίου Πατρών)
κατά τη διάρκεια του Γ’ Ευρυτανικού Επιστημονικού Συνεδρίου στο Καρπενήσι 17 – 19 Μαϊου 1996, με θέμα: «Οι Πέτρινες Γέφυρες Μανώλη και Τατάρνας», Η Εισήγηση βρέθηκε στο site : www. Photostelios. gr / Evritania /Gef-Manoli. htm

Δ. Τα πεζούλια και οι ακράδες.

Σε πολλά γεφύρια, το ύψος όπου ανέβαινε το τόξο ήταν τέτοιο που προκαλούσε στον κάθε περαστικό σάστισμα και δέος. Επίσης, ο δυνατός αέρας που φυσούσε και το βουητό του νερού από κάτω, πολλαπλασίαζαν τον δισταγμό του, διότι αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο που διέτρεχε, αν τολμούσε να περάσει το γεφύρι με τις συνθήκες αυτές. Έτσι λοιπόν για να μετριαστούν αυτοί οι φόβοι, όταν τελείωνε το γέμισμα και σχηματιζόταν πλέον το καλντερίμι της ράχης, οι χτιστάδες πρόσθεταν προστατευτικά πεζούλια ή ακόμα και μια σειρά από όρθιες πέτρες κι από τις δύο πλευρές, οι οποίες έφταναν από την μία άκρη του γεφυριού μέχρι την άλλη. Τα πεζούλια είχαν πάχος περίπου μισό μέτρο, έτσι που να χρησιμεύουν και για την ανάπαυση των κουρασμένων ταξιδιωτών, και περίπου το ίδιο ύψος. Ποτέ το ύψος τους δεν ήταν μεγαλύτερο, για να μπορούν να διέρχονται απρόσκοπτα τα φορτωμένα ζώα κι επίσης για να μην επιβαρύνεται με περιττό βάρος η όλη κατασκευή.
Γεφύρια με πεζούλια στην Ευρυτανία βρίσκουμε πολλά , όπως το Πετρογέφυρο στα Άγραφα, της Παναγίας στο Ραυτόπουλο, το γεφύρι του Τόρνου κ.ά. Επίσης, υπάρχουν γεφύρια που αντί για πεζούλια έχουν πάνω στη ράχη τους μία σειρά από όρθιες πέτρες που ονομάζονται «ακράδες», ενώ σε ορισμένα χωριά της Ευρυτανίας τις λένε «φλάχτρες». Τα γεφύρια αυτά, όπως η Κατούνα της Βίνιανης ή το Πάνω γεφύρι της Χρύσως, είναι και τα πιο όμορφα, λόγω του ότι οι πέτρες αυτές συνθέτουν μια ανισόπεδη «δαντέλα» πάνω στη ράχη τους.
Οι ακράδες των γεφυριών, για κάποιο λόγο που σήμερα δεν γνωρίζουμε, είχαν ταυτιστεί στο παρελθόν παραδόξως με τη μητρότητα και την τεκνοποίηση. Σύμφωνα λοιπόν με ορισμένες προλήψεις που επικρατούσαν στα χωριά μας και που από χωριό σε χωριό έχουν πολλές παραλλαγές, όταν μία γυναίκα έμενε έγκυος και στη συνέχεια έχανε το παιδί της πριν τη γέννα, πήγαινε στο κοντινότερο γεφύρι και έριχνε μία ακράδα στο ποτάμι για να σκοτώσει το «στοιχειό» και τη «λάμια» που της πήραν το παιδί. Στη συνέχεια, καθόταν επάνω στο γεφύρι κι έκλαιγε μέχρι «που να ραγίσουν οι πέτρες του».

Ε. Τα στολίδια.
Με την διαδικασία, που μέχρι τώρα περιγράψαμε, χτίστηκαν τα περισσότερα γεφύρια στον τόπο μας. Πάνω σε ορισμένα όμως απ’ αυτά, βρίσκουμε διάφορα διακοσμητικά στοιχεία, που τις περισσότερες φορές δεν έχουν να κάνουν με την ευστάθεια του κτίσματος, αλλά εξυπηρετούν καθαρά τις αισθητικές αναζητήσεις και το προσωπικό μεράκι του κατασκευαστή τους.
Στο τρίτοξο γεφύρι στις Νεράτες της Δάφνης και στο πεσμένο πλέον γεφύρι του Δεσπότη υπάρχουν μικρές «κόγχες» 23 μέσα στις οποίες ήταν τοποθετημένες οι κτητορικές τους πλάκες. Στο ίδιο πάλι γεφύρι στις Νεράτες, αλλά και στα γεφύρια της Τέμπλας και του Αυλακιού, κατά μήκος των πλευρών τους υπάρχουν «γείσα» από πελεκητή πέτρα τραπεζοειδούς μορφής, που προεξέχουν από αυτές και λειτουργούν σα «νεροχύτες», έτσι ώστε να μην τρέχουν τα νερά της βροχής πάνω στα τοιχώματα και, με τις παγωνιές, προξενηθούν φθορές στην τοιχοποιία.
Στα γεφύρια της Τέμπλας και του Αυλακιού, βλέπουμε τα πολύ χαρακτηριστικά αμβλυγώνια πέτρινα τελειώματα που υπάρχουν πάνω στα πεζούλια, εκεί όπου αυτά αλλάζουν κλίσεις. Σε άλλα γεφύρια, υπήρχαν εντοιχισμένες πλάκες που με λαξευμένα γράμματα έδιναν στοιχεία για το έτος κατασκευής, το χρηματοδότη τους ή περιγράφανε το πώς και το γιατί έγινε το γεφύρι. Οι περισσότερες, αν όχι όλες από αυτές τις πλάκες, έχουν πια χαθεί..
Παλιότεροι όμως περιηγητές αναφέρονται σ’ αυτές κι έτσι γνωρίζουμε ότι, για παράδειγμα, στο γεφύρι του Μανώλη μία τέτοια πλάκα που ήταν τοποθετημένη πάνω του έγραφε: «εκτίσθη το 1659. Οι κτίτορες Δημήτριος και Μανώλης». Στο γεφύρι του Δεσπότη υπήρχαν δύο τέτοιες πλάκες που έγραφαν: «αωιη΄ ιδ’ Ιουλίου ωκοδομηται η γέφυρα η εν τη υπερωρία της ράχεως του αγίου Δημητρίου δια φυλοπόνου δαπάνης του πανιερωτάτου και θεοφιλεστάτου Αγίου Λιτζάς και Αγράφων κυρ Δοσιθέου του εκ Σοφάδων της Θετταλίας, ού η μνήμη αιώνιος. Έκτοτε την προσηγορίαν έσχε: γέφυρα του δεσπότου καλείσθαι». Στην Καμάρα των Δομιανών υπήρχε η ανάγλυφη επιγραφή «Α.Φ.Ι.», δηλαδή 1510, και στο κλειδί του γεφυριού του Καλόγερου στον Άγιο Νικόλαο είναι χαραγμένο το έτος κατασκευής του: «1904».
--
23. Κόγχη: Κοίλωμα σε τοίχο, στα γεφύρια σχηματίζονταν κατά τη διάρκεια του χτισίματος και εκεί τοποθετούσαν κτητορικές πλάκες ή εικονίσματα .