Δ. ΥΔΡΟΠΡΙΟΝΑ.

Άλλη μία κατασκευή που συναντάμε κοντά σε γεφύρια και χρησιμοποιεί σαν κινητήρια δύναμη το νερό είναι τα υδροπρίονα, γνωστά και σαν «καταρράχτες». Η λειτουργία τους ήταν απλή. Το νερό, μέσω ενός αυλακιού, ερχόταν και έπεφτε από ψηλά πάνω σε μία ρόδα με πτερύγια. Η περιστροφή της ρόδας μετέδιδε παλινδρομική κίνηση σε έναν αμφίκυρτο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινούσε δύο μοχλούς. Αυτοί οι μοχλοί κινούσανε παλινδρομικά ένα κάθετο πριόνι , το οποίο είχε τη δυνατότητα να αποσυνδεθεί από την συνεχή κίνηση. Επάνω σε σιδηροτροχιές βάζανε τους κορμούς των δέντρων, τους πλησιάζανε στο πριόνι και, με τον τρόπο αυτό, οι κορμοί σχίζονταν σε φέτες με ανάλογο πάχος.
Υδροπρίονα βρίσκονταν κοντά στο γεφύρι του Παλιόμυλου στο Στένωμα, στην περιοχή «ρέμα της Φάλκαινας» 33 και στο χωριό Μολόχα στις περιοχές «Παλιό και Νέο Πριόνι» 34 , με έτος κατασκευής το 1870.
Στις μέρες μας, από τις σοφές και πρωτότυπες αυτές κατασκευές του παρελθόντος ελάχιστες σώζονται. Η εξέλιξη και οι αλλαγές που επήλθαν με τα χρόνια, τις έβγαλαν σε αχρησία, όλες αυτές οι υδροκίνητες μηχανές σήμερα μόνο ως μουσειακά εκθέματα μπορούν να επιβιώσουν. Μόνο ελάχιστοι νερόμυλοι και λιγοστές νεροτριβές λειτουργούν ακόμα .
Μαζί τους, όμως, χάνεται κι ένας τρόπος ζωής που βασιζόταν στην κοινωνική προσφορά του καθενός και στην ομαδική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Όταν χάλαγε το καλντερίμι ή το αυλάκι, αυτό ήταν πρόβλημα για όλους, ενώ το άλεσμα ή το πλύσιμο των υφαντών περισσότερο σα γιορτή αντιμετωπιζόταν, σα μια τελετουργική συγκέντρωση, παρά σαν μία αναγκαστική εργασία .
Το ατομικό πλυντήριο σίγουρα είναι πιο ξεκούραστο και η αγορά έτοιμου ψωμιού απ’ το μοντέρνο φούρνο της πόλης απείρως ευκολότερη από την παραδοσιακή διαδικασία σποράς, θερίσματος, αλέσματος, προετοιμασίας και ψησίματος του ψωμιού. Όλες αυτές, όμως, οι ευκολίες έχουν το κόστος τους. Κι αυτό είναι ίσως το μυστικό εξ αιτίας του οποίου όλοι μας σήμερα ζητάμε πιο εύγευστο ψωμί, πιο καθαρές τροφές, πιο αγνά προϊόντα. Κι ακόμα αυτό ίσως να είναι το μυστικό για το οποίο, με την πρώτη ευκαιρία, ο αγχωμένος κάτοικος της πόλης σκοτώνεται στο δρόμο, για να φτάσει μια ώρα νωρίτερα στο χωριό του και να περιπλανηθεί με τις ώρες σε ιστορίες και μονοπάτια του παρελθόντος . Αυτός τέλος ίσως να είναι ο λόγος, για τον οποίο στο νου και την ψυχή μας, τα μαντάνια και τα γεφύρια, τα χάνια και τα καλντερίμια, έχουν καταγραφεί σαν εικόνες μυθικές, σα μέρη μαγικά , γεμάτα ίσως με ιδρώτα και μόχθο, αλλά και με φωνές και τραγούδια, κουτσομπολιά και πειράγματα , ανθρώπινη επαφή και συλλογικότητα.


Βαριά σίγουρα κληρονομιά να έχεις στον τόπο σου έργα ανθρώπων με ιστορία, βαριά όμως και η υποχρέωση να τα κρατήσεις. Όπως βαριά είναι και τα λόγια του ποιητή:
«Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκέτς θ’ αναποδογυρίσει τ’ αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη ......
Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμών ν΄ αντηχήσουν
Βαριά σφυριά της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια». 35
--
33. Εφημερίδα «Στένωμα Ευρυτανίας», Άρθρο του κ. Κώστα Χ. Βλάχου «Τα τοπωνυμία του χωριού»
34. Κώστα Σερ. Κρικελλή «Μολόχα, Δολοπία, Άγραφα», Σελ. 36.
35. Νίκος Γκάτσος «Αμοργός», «Ο Ιππότης κι ο Θάνατος», Εκδόσεις Ίκαρος 1993.