ΤΟ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΑ ΠΑΛΙΟΤΡΙΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΚΑΛΕΣΜΕΝΟΥ .

Το γεφυράκι που βρίσκεται κοντά στις υδρομαστεύσεις από τις οποίες υδροδοτείται το χωριό Κάτω Καλεσμένο , είναι μία μικρή και όμορφη καμάρα . Το ρεματάκι που γεφυρώνει λέγεται Κουτσπιόρρεμα και το μονοπάτι που διέρχεται από την κυρτή ράχη του , ένωνε παλιά το Πάνω με το Κάτω Καλεσμένο . Σήμερα , το άνετο αυτό μονοπάτι , διακόσια μέτρα μετά το γεφύρι προς το Πάνω χωριό , έχει χαθεί από τις καταπτώσεις και την διάβρωση του εδάφους . Η καμάρα όμως , που με μια ανυπόμονη ματιά φαίνεται να είναι μία απλή διάταξη από λαξευμένες πέτρες , με την μαστοριά του τεχνίτη έγινε ένα αέρινο τόξο , τόσο λεπτό όσο έπρεπε , ώστε να είναι στέρεο και να εξυπηρετεί το πέρασμα του χειμάρρου. Το γεφύρι αυτό το κατασκεύασε ένα μπουλούκι με πρωτομάστορα τον Οδυσσέα Μπιτχαβά από το χωριό Κτιστάδες ( Κουσοβίτσα ) των Τζουμέρκων, το 1926.
Παραθέτουμε εδώ, ολόκληρη τη συνέντευξη που έδωσε ο μάστορας Σπύρος Γιαννάκης, μέλος του μπουλουκιού,  στον κ. Σπ. Μαντά, τον οποίο και ευχαριστούμε για την παραχώρηση του κειμένου, πιστεύοντας ότι τα λεχθέντα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον τόπο μας, καθότι ο Σπ. Γιαννάκης έχει εργαστεί σε πληθώρα έργων ανά τα χωριά της Ευρυτανίας.

''Μ
ε λένε Σπύρο Γιαννάκη. Έχω γεννηθεί εδώ, στη Κουσοβίστα, το 1908. Κτιστάδες το λένε τώρα…
Το χωριό είχε πολλούς καλούς μαστόρους. Γι’ αυτό πήρε τώρα και το όνομα Κτιστάδες. Και πολλούς και καλούς τεχνίτες. Να σου πω μερικούς. Γιώργη Μπιτχαβάς, Γιώργη Καλύβας του Κώστα -τον ήξερα, καλός. Γιώργη Καλύβας του Βασίλη -καλός κι αυτός, πολύ, όλη τους η οικογένεια έβγανε μαστόρους καλούς. Άλλος, Βασίλη Βήχας του Αθανασίου -Βασίλη Θανάση τον λέγαμε. Τεχνίτης καλός κι ο Χρήστο Βήχας του Δημητρίου. Δηλαδή αυτοί πελέκαγαν, πελεκάνοι άριστοι. Μετά, Γιώργη Τόλης. Παναγιώτη Καλύβας, Βαγγέλη Καλύβας -τούτοι αδέρφια, καλοί. Ύστερα, Χρηστάκη Νάσιος, Χρήστο Μήτσιος, πατέρας δικός μου Δημήτρη Γιαννάκης του Σπύρου. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν αρχιμαστόροι, πρωτομάστορες που λέγανε. Έκαναν παρέες και φεύγανε…
Φεύγαμαν από 1η Απρίλη, την άνοιξη. Μέχρι 20 Νοέμβρη λείπαμαν. Μετά γυρίζαμαν. Αυτές ήταν οι συνθήκες τότε εδώ. Εδώ, μένανε οι γυναίκες. Προ του 1920 δεν υπήρχε μεροκάματο πουθενά. Ήταν απέναντι, παλιά, και η Τουρκία. Πολλοί με κτηνοτροφία. Δουλεύαμε και τη γης. Δηλαδής σπέρναμαν καλαμπόκι, φασόλια, όλα αυτά. Δεν ήτανε να πας να αγοράσεις. Έπρεπε να δουλέψεις τη γης, έπρεπε να σπείρεις για να ζήσεις…
Έκανε λοιπόν μαστόρους το χωριό. Χτίστες, πελεκάνους καλούς. Είχε και ξυλουργούς. Και μερικούς καλατζήδες. Αυτά τα τρία επαγγέλματα υπήρχανε. Μα οι πιο πολλοί μαστόροι…
Στη Πράμαντα φτιάχναμαν τα εργαλεία. Ναι, εκεί. Είχε και στην Άγναντα. Χρησιμοποιούσαμαν σφυρί, μυστρί, κοπίδια, το ματρακά, καλέμια.
Τότε, πιο πολύ, πηγαίναμαν στο Καρπενήσι. Πηγαίναμαν και στο Βάλτο. Πάεναν και στη Πελοπόννησο, αργιά όμως. Λίγοι πάεναν για τη Πελοπόννησο. Στο Καρπενήσι είχανε πολλούς Αμερικάνους. Όλη η περιφέρεια είχε στην Αμερική. Έστελναν λεφτά κι έχτιζαν σπίτια, έχτιζαν σχολεία, έχτιζαν εκκλησίες, έχτιζαν γιοφύρια. Ναι, και γιοφύρια φτιάχναμαν…
Εγώ έφτιαξα, εκεί στο Καλεσμένο, γιοφύρι. Πέτρινο το φτιάξαμαν. Ναι! Με καμάρα! Να περάσουν απάνω, πλάτος ενάμιση με δύο μέτρα, κόσμος. Ήταν εκεί και μεγαλύτεροι από μένα. Ήταν κάποιος Οδυσσέα Μπιτχαβάς που ’κανε κουμάντο, πρωτομάστορας. Ήτανε κι ο Βασίλη ο Μπιτχαβάς, ο μακαρίτης. Δούλεψα κι εγώ εκεί. Έβαλαν λεφτά τέσσερα, πέντε άτομα και το ’φτιαξαν το γιοφύρι. Αυτή η χρονιά ήταν το …΄26. Ναι, το 1926…
Μου αρέσουνε εμένα τα γιοφύρια! Μου αρέσανε. Όταν πηγαίναμαν στο Καρπενήσι, ταξιδεύαμαν μέσου Βάλτου, περνούσαμαν το γιοφύρι της Τατάρνας, μετά το γιοφύρι του Μανώλη, κι από κει περνούσαμαν το Μέγδοβα στο γιοφύρι αυτό της Βίννιανης και παέναμαν Καρπενήσι. Τα περνάγαμαν και τα τρία αυτά τα γιοφύρια. Για την Άρτα, μετά το 1900, τα γιοφύρια για την Άρτα τα ’χε φτιάξει ένας Κωττίκας, βουλευτής, ένας Κωττίκας από τους Ραφταναίους. Πριν περνούσαν μέσα απ’ τα ποτάμια. Εργολαβία τα ’παιρνε ένας Φώτης Καρατζένης· καλός!
Τα γιοφύρια! Για να τα γκρεμίσεις είναι εύκολο. Να τα φτιάξεις; Κοίταξε, για μένα να μη σκεπαστεί εδώ κάτω το γιοφύρι της Πλάκας. Είναι αρχαίο! Λέμε, έγινε το φράγμα του Αχελώου, κάλυψε το γιοφύρι της Τατάρνας! Ήταν αρχαίο! Έφτιαξαν από πάνω βέβαια μεγάλη γέφυρα, αλλά εκείνο ήταν.., ήταν η ιστορία του τόπου...
Πού την έμαθα εγώ τη δουλειά; Ήτανε ο πατέρας μου μάστορας. Δημήτρη Γιαννάκη τον λέγανε. Και ο πατέρας από τον παππού, το Σπύρο. Ναι, τα ίδια. Άρχεψα από εκκλησιά! Πιο πολύ σε εκκλησίες δούλεψα εγώ. Έφτιαξα πολλές, καμιά δεκαριά.
Θυμάμαι Βουτύρ λέγανε το χωριό, έξω απ’ το Καρπενήσι. Έφτιαχνε εκεί εκκλησία ο Γιώργη Καλύβας. Αυτός έκανε κουμάντο. Είχε τριάντα, τριάντα δύο άτομα προσωπικό. Μεγάλη εκκλησία! Όλοι οι μαστόροι ήταν από ’δω, ντόπιοι, χωριανοί. Ήταν ΄27 με ΄28 νομίζω. Πήγε τότε 750.000! Τότε. Δούλεψα κι εγώ…
 Ήμουνα αυτή την εποχή, ήμουνα 19, 29 χρονών. Δε πελέκαγα βέβαια τότε. Μετά άρχισα το πελέκι. Οι πιο καλοί πελεκούσαν· πέντε, έξι. Οι άλλοι χτίζανε, τοποθέταγαν. Είχαν και παιδιά να μεταφέρουν ασβέστη, λάσπη. Λασποπαίδια τα λέγανε. Άλλα δούλευαν στα νταμάρια. Κουβάλαγαν με μουλάρια πέτρα. Μλαροπαίδια τα λέγαμαν. Δεν υπήρχαν μέσα τότε. Κουβάλαγαν τη πέτρα από ένα, δύο χιλιόμετρα μακριά. Έφτιαχναν κι ασβεσταριά. Τσιμέντο δεν ήταν. Ασβέστης κι άμμος από το ποτάμι κάναν τη λάσπη…
Να, κοίτα τη φωτογραφία! Εδώ δουλεύω στο μοναστήρι Προυσσού, κάτω απ’ το Καρπενήσι. Είναι το ΄72. Έφτιαχνα ένα καμπαναριό και κάτι άλλες δουλειές, καμάρες όπως λέμε μεις, με θόλους. Τέτοια έφτιαχνα εκεί. Μαζί με άλλους· είχα τρεις, τέσσερις παρέα. Κουμάντο όμως έκανα εγώ. Ναι! Τριάντα τρία χρόνια αρχιμάστορας..!
Να και στην άλλη φωτογραφία! Κοίτα! Αυτή είναι στο Στένωμα, στο χωριό απέναντι απ’ τη Βίννιανη, στο πάτο στο Βελούχι. Βγάλαμαν τη φωτογραφία στις 26 του Ιούλη, της Αγιά-Παρασκευής. Κάναν πανηγύρι στο χωριό. Το 1928 ήτανε. Εγώ, είμαι αυτός. Τούτος, Δήμο Θεοχάρης του Γεωργίου. Κι οι άλλοι όλοι χωριανοί είναι. Αυτός λέεται Χρήστο Λένης του Δημητρίου. Κι αυτός, Βασίλη Μπιτχαβάς του Οδυσσέα. Φτιάχναμαν διάφορα σπίτια εκεί…
Μέσα τώρα στο Καρπένήσι έφτιαξα το καμπαναριό στην Αγία Τριάδα! Εγώ το ’χω φτιαγμένο, το ΄67. Πέτρινο βέβαια. Και τρεις βρύσες με κανούλια πέτρινα στη πλατεία. Έχω και τη σκάλα…
Λεφτά λίγα παίρναμαν. Δε φτάνανε. Δύσκολα χρόνια. Είχαμαν οικογένεια, άστα… Δηλαδής ο κόσμος πέρναγε δυστυχισμένα. Πώς να σου πω, με μεγάλες οικονομίες. Και ήταν καλοί κείνοι οι μαστόροι· πελεκάνοι άριστοι· σ’ όλα τα Τζουμέρκα! Έχεις πάει Πράμαντα; Είδες κει χειροποίητες δουλειές οι κολώνες που ’ναι στην εκκλησία; Είδες τον αράπη; Τη βρύση; Ο Γιωργάκης τα ’κανε · Βασίλη Γιωργάκης! Ήταν κι ένας Καρακώστας· άριστος! Γιάννης Καρακώστας. Και στους Ραφταναίους είχε μαστόρους. Και στο Σκλούπο. Οι Μελισσουργοί όχι, δε βγάζανε, όχι. Έβγαζε κι η Χώσεψη. Από ’δω ξεκίνησαν και βγαίνανε μαστόροι οι Χωσεψίτες. Τα Κουκούλια, ναι. Η Άγναντα, ναι. Και το Γραικικό, Γρετσίστα παλιά…
Υπάρχουνε και σήμερα καλοί μαστόροι, λίγοι, να βγάζουνε λαϊκό πελέκι, καλό. Ο Χρήστο Γιαννάκης του Αθανασίου, να πούμε. Ή ένας Μπριασούλης Χρήστο του Κωνσταντίνου, που δουλεύει στα Γιάννενα. Έκανε την Εθνική Τράπεζα εκεί. Κι ένας άλλος, δεν τον είπαμε. Κώστα Μήτρος. Κι αυτός καλός. Αλλά λίγοι πια… " 13'
Το Κουτσπιόρρεμα μετά το πέρασμά του κάτω από την καμάρα , σχηματίζει ένα εντυπωσιακό καταρράκτη , ρίχνοντας τα νερά του από μεγάλο ύψος στην κοίτη του Καλεσμενιώτικου ρέματος .
Για να φτάσουμε στο γεφύρι αυτό , πρέπει να αφήσουμε τον δρόμο Καρπενησίου – Αγρινίου πεντακόσια μέτρα πριν συναντήσουμε στην διασταύρωση για το Παπαρούσι . Από κει ξεκινάει ένα κατηφορικό μονοπάτι που οδηγεί στο βάθος της χαράδρας . Όταν φτάσουμε στην κοίτη του χειμάρρου , ακολουθούμε την ροή του νερού για διακόσια μέτρα και βλέπουμε το γεφύρι . Η επιστροφή γίνεται , αν θέλουμε , από το μονοπάτι που σχηματίζουν το αυλάκι και οι σωλήνες που μεταφέρουν το νερό από το υδραγωγείο στο Καλεσμένο . Η πορεία αυτή διαρκεί περίπου δέκα λεπτά και καταλήγει στον παλιό νερόμυλο που βρίσκεται δίπλα στο δρόμο για το Παπαρούσι , όπου έφτανε παλιά και το αυλάκι .
--
13' Συνέντευξη του Σπ. Γιαννάκη στον κ. Σπ. Μαντά : '' Σπύρος Γιαννάκης: Κουμάντο; εγώ! Τριάντα τρία χρόνια αρχιμάστορας…'' Το κείμενο και στοιχεία για το γεφύρι εμπεριέχονται στο βιβλίο του Σπ. Μαντά: ''Κουδαραίοι και Γεφύρια στην Πίνδο".

Στοιχεία γεφυριού :
Μήκος : 10,00 , πλάτος: 2,50 , ύψος: 3,50 , ύψος καμάρας: 3,10 , άνοιγμα καμάρας: 7,20 , κατεύθυνση: Β-Ν , υψόμετρο: 710 , γεωγραφικό ύψος: 38ο55'17.47''Ν , γεωγραφικό πλάτος: 21ο43'24.69''Ε .