ΤΟ ΨΗΛΟ ΓΕΦΥΡΙ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ.

Το γεφύρι αυτό στέκεται μισό χιλιόμετρο περίπου μετά το γεφύρι του Μύλου, χτισμένο πάνω από ένα βαθύ ρέμα, που πηγάζει από τα βουνά Φούρκα (1.570 μ.) και Γραβάνι (1.485 μ.) και χύνεται στον Μοναστηριώτη. Παλαιότερα, εξυπηρετούσε τη διάβαση από το Μαναστηράκι προς τους διάσπαρτους απομακρυσμένους συνοικισμούς του χωριού, όπως τον Άγιο Νικόλαο, την Αγραπιδιά και το Σίχνικο και στη συνέχεια, την Παλαιοκατούνα. Σήμερα, από πάνω του περνάει αμαξιτός δρόμος, κι αυτός οδηγεί πια στα ίδια χωριά .
Το γεφύρι αυτό είναι μονότοξο, με επίπεδη ράχη αλλά καλυμμένο με τσιμέντο, όπως είναι άλλωστε όλα σχεδόν τα γεφύρια που χρησιμοποιούνται πλέον από τα αυτοκίνητα. Έτσι, δεν γνωρίζουμε την παλιά του μορφή, όπως επίσης δε θα μάθουμε ποτέ αν είχε ακράδες. Η θεμελίωσή του έχει γίνει στα πρανή των βράχων της χαράδρας και δεν έχει καθόλου «πόδια».
Το πότε ακριβώς χτίστηκε δεν είναι σίγουρο, αν και πολλοί κάτοικοι του χωριού ισχυρίζονται με ιδιαίτερη περηφάνια ότι κατασκευάστηκε πριν τετρακόσια χρόνια! 23 Πέρα όμως από τις ιστορίες της λαϊκής μυθολογίας, γνωρίζουμε ότι: «στην μεγάλη κατεβασιά που έγινε πριν από 120 και πλέον χρόνια» - λογικά γύρω στο 1850 – «καταστράφηκε η πέτρινη καμαρωτή γέφυρα στο ποτάμι Μοναστηριώτης στην τοποθεσία Τσούμη. Άντεξε όμως στη φοβερή εκείνη κατεβασιά το Ψηλό γεφύρι – λόγω του μεγάλου του ύψους – καίτοι τα πλημμυρισμένα νερά του παραπόταμου πέρασαν πάνω απ’ το γεφύρι». 24 Δεν μπορεί λοιπόν παρά η περίοδος της κατασκευής του να αναζητηθεί πριν την χρονολογία αυτή .
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στο γεφύρι, είναι το μεγάλο βάθος της χαράδρας πάνω από την οποία το στήσανε οι κατασκευαστές του. Το ρέμα κυλάει με ορμή ανάμεσα στα βράχια και η βουή του λες και έχει βαλθεί να νικήσει τον θόρυβο του αέρα καθώς περνάει μέσα από τα κλαδιά των πλατάνων που καλύπτουν τα πλαϊνά του. Σκιές, τριγμοί, απροσδιόριστοι θόρυβοι και δυνατός αέρας μπλέκονται σ’ ένα σκοτεινό μαγικό σύνολο, που άνετα τροφοδοτεί το φόβο και το δέος .
Μέσα σ’ αυτό το χώρο, δικαιολογείται το γιατί ξύπνησε για τα καλά η φαντασία των κατοίκων της περιοχής τα παλιότερα χρόνια που «έβλεπαν» τη χαράδρα και το γεφύρι σα «στοιχειωμένα» κι γι’ αυτό, σπάνια περνούσαν νύχτα από εκεί. «Πολλοί διηγούνται, ότι στην απλωσιά του γεφυριού, οι νεράιδες στήνουν τη νύχτα χορό και ότι περπατάει γύρω του μια μαύρη γάτα. Ο Δημήτρης Χρυσικός διηγείται ότι πριν πολλά χρόνια που γύριζε στο χωριό από τον συνοικισμό Αγραπιδιά, μόλις πέρασε το γεφύρι πετάχτηκε η μαύρη γάτα από τα κοτρόνια και τον ακολούθησε μέχρι το νεράκι στα Σανιδάκια κι ύστερα με ταχύτητα η γάτα έπεσε στη χαράδρα του ποταμού με ένα δυνατό κρότο. Την μαύρη γάτα του γεφυριού την είδαν και πολλοί άλλοι χωριανοί, όπως λένε ακόμα και σήμερα». 25
Όταν ο τρόμος κυριεύει τον άνθρωπο και νικάει κατά κράτος τη λογική, όχι μόνο μαύρες γάτες βλέπει αλλά και στοιχειά και στρατούς από δαίμονες. Εκεί πλέον, η κάθε σκιά αποκτά υπερφυσικές διαστάσεις, παίρνει ζωή και κίνηση και ο κάθε θόρυβος γίνεται μια ύπουλη απειλή.
«Ο Φώτης Ανατζούτζουλας ήταν ένας τσέλιγκας σκληρός, αλλά όταν πέρναγε μια φορά απ’ το Ψηλό γεφύρι, άκουσε μια βραχνή φωνή να φωνάζη τρεις φορές τ’ όνομά του. «Φώτη – Φώτη – Φώτη !!!». Γυρίζει να δει ποιος του φωνάζει, μα δεν βλέπει κανέναν. Πριν όμως προφτάση να κάνη δύο – τρεις αδρασκελιές πέφτει μπροστά στα πόδια του ένα αντικείμενο στρογγυλό μήκους περίπου μισού μέτρου, μαύρο, τριχωτό, με πόδια κοντά, με μάτια μεγάλα και γυαλιστερά, με ουρά μακριά και φουντωτή και με στόμα σαν βατράχου. Δεν φοβήθηκε καθόλου ... και τραβάει το πιστόλι του και ρίχνει επάνω σ’ αυτό το μαύρο σαν πίσσα αντικείμενο τρεις πιστολιές. Τότε εκείνο βγάζει μια δυνατή κραυγή, τινάχτηκε στον αέρα, κάνει μια πύρινη καμπυλωτή γραμμή και πέφτει κάτω στη μεγάλη χαράδρα του ποταμού δίπλα στο Ψηλό γεφύρι, από εκεί που ξεκίνησε δημιουργώντας ένα τρομακτικό κρότο που αντιλάλησε σε όλες τις γύρω από το γεφύρι πλαγιές». 26
Στα μέρη αυτά, ένα στραβό κλαδί εύκολα παίρνει, στη φαντασία του λαού, το σχήμα απειλητικού χεριού ενός επίβουλου δαίμονα, η κουφάλα ενός πλατάνου μεταμορφώνεται σε άντρο υποχθόνιων πλασμάτων και οι σπηλιές γεμίζουν από φαρμακερά ερπετά με άρρητα ονόματα και σατανικές ιδιότητες.
«Λίγο πιο πάνω, βόρεια από το γεφύρι, υπάρχει μια σπηλιά που τη βλέπουμε από την απέναντι πλαγιά. Τη σπηλιά αυτή την έκαμε κυψέλη ένα μελίσσι που έγινε στοιχειωμένο . Η παράδοση του χωριού λεει ότι όταν οι μαστόροι απ’ τα Τζουμέρκα έχτιζαν το Ψηλό γεφύρι, είδαν τα μέλια στη σπηλιά και θέλησαν να τα τρυγήσουν. Έφτιασαν μια μεγάλη σκάλα από κέδρο, και προσπάθησαν να ανέβουν, αλλά δεν το κατόρθωσαν. Έτσι ανέβηκαν στο σύρραχο του βράχου και πέταξαν τριχιές. Έδεσαν τον πρωτομάστορα και τον κατέβασαν στη σπηλιά κι άρχισε αυτός να παίρνει τις φέτες του μελιού και με καζάνια δεμένα να το κατεβάζει κάτω, οπότε ακούει μια φωνή να λέει: «Φτάνει πια». Νομίζοντας πως φωνάζουν οι δικοί του συνέχισε, αλλά εκείνη τη στιγμή είδε δίπλα του ένα φίδι και με το μαχαίρι που τρυγούσε έδωσε μια και το έκοψε στα δύο. Δεν ήταν όμως φίδι, αλλά η τριχιά που ήταν δεμένος ο πρωτομάστορας του γεφυριού. Έτσι γκρεμίσθηκε κάτω και σκοτώθηκε. Από τότε στην περιοχή ακούγονται τα βράδυα φωνές, κλάματα και αναστεναγμοί . Μάλιστα λένε ότι ο μακαρίτης Χρήστος Νικ. Κάππας ανεβαίνοντας να πάει σπίτι του, όταν πέρναγε από το γεφύρι, άκουε βογγητά. Κι ένας άλλος κάτοικος του συνοικισμού Κότλιανης μια νύχτα με φεγγάρι είδε τον πρωτομάστορα να τρυγάει το αγριομελίσσι και κοντοστάθηκε λίγο να δει. Σε μια στιγμή τον βλέπει να πέφτει και να σκοτώνεται βγάζοντας μια δυνατή κραυγή. Τότε νεράιδες άναψαν μια πελώρια φωτιά και άρχισαν να χορεύουν γύρω τη . Σαν είδαν όμως οι νεράιδες τον άνθρωπο έτρεξαν όλες μαζί κοντά του και η πρωτονεράιδα τον άρπαξε στην αγκαλιά της και χάθηκαν». 27
Η τοποθεσία που έπεσε ο πρωτομάστορας του γεφυριού λέγεται ακόμα και σήμερα «Μελίσσι». 28
--
23. Ομοίως, Σελ. 79
24. Ομοίως, Σελ. 29. Την χρονολογία μεταφέρει ο κ. Χρυσικός που εξέδωσε το βιβλίο του το 1986 . Άρα, υποθέτουμε ότι το 1850 περίπου το Ψηλό γεφύρι υπήρχε.
25. Ομοίως, Σελ. 79
26. Ομοίως, Σελ . 97
27. Ομοίως, Σελ. 81
28. Τον ίδιο μύθο αναφέρει κι ο Στέφανος Γρανίτσας στο βιβλίο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου», «Τ’ αγριομελίσσι» και τον τοποθετεί στην περιοχή του ποταμού Πλατανιά, παραπόταμου του Αχελώου. Ο κ. Γ. Χρυσικός πάντως βεβαιώνει ότι το «περιστατικό» αυτό συνέβη στο χωριό του.

Στοιχεία γεφυριού :

Μήκος : 12,00 , πλάτος: 2,50 , ύψος: 18,50 , ύψος καμάρας: 4,00 , άνοιγμα καμάρας: 9,00 , κατεύθυνση: Β-Ν , υψόμετρο: 670 , γεωγραφικό ύψος: 39ο04'59.05''Ν , γεωγραφικό πλάτος: 21ο34'37.64''Ε .